Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Εντόπιοι "ξένοι" Ιστορική αναπαράσταση και μνημονικά ίχνη της μουσουλμανικής και της εβραϊκής κοινότητας στην Βέροια του 20ου αι.



«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
                                                                   και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
                                                                      και δε γίνεται μ’  Αυτούς χωρίς Εσύ»
                                                                                    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
                                                                                           Η Γένεσις (Το Άξιον Εστί)

Ο Γάλλος θεωρητικός της Ιστορίας Πεγκύ, έχει διατυπώσει με εύστοχο σχηματικό τρόπο την περιπέτεια της Ιστορίας: «Η Μνήμη και η Ιστορία σχηματίζουν ορθή γωνία. Η Ιστορία είναι παράλληλη με το γεγονός, ενώ η μνήμη βρίσκεται στο κέντρο και τα τέμνει».
Η Ιστορία γλιστρά παράλληλα με το γεγονός και συνεπώς δεν είναι κάτι άλλο παρά η αδιάκοπη διαχείριση της μνήμης – συχνά κακοποιημένης, ανάλογα με τα ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής, την ιδεολογική πλατφόρμα και το περιβάλλον του ιστορικού, ο οποίος τη διαχειρίζεται.
Αν η οθωμανική περίοδος εξακολουθεί να παραμένει ένας δαιμονοποιημένος ιστορικός χρόνος, όπου φωλιάζουν οι εθνικές φαντασιώσεις που κατασκεύασαν το κυρίαρχο κι ανθεκτικό εθνικό αφήγημα, στο επίπεδο της δημόσιας ιστορίας, ο «Άλλος», ο «Ξένος», ως μνημονικός χώρος, ως οντότητα υποκειμένου, απουσίαζε εκκωφαντικά σχεδόν σ’ όλη τη διαδρομή του 20ου αι. Μόλις στην τελευταία δεκαετία του, αξιοδοτείται η παρουσία του και το ιστορικό αποτύπωμά του.

Στην εισήγησή μου θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνυπάρχουν και συμβιώνουν Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι σε μια μακρά συμπόρευση με Χριστιανούς και άλλες εθνοτικές-πολιτισμικές ομάδες, σε μια διαρκή συνάντηση και αλληλεπίδραση, μέσα από συγκλίσεις κι αποκλίσεις. Θα προσπαθήσω δηλαδή να περιγράψω μια δυναμική σχέση μεταξύ αυτών των ομάδων, από τον μακρύ οθωμανικό χωρόχρονο μέχρι την μετάβαση της Βέροιας στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, κι από κει μέχρι την αναγκαστική αποχώρηση των πρώτων και την καταστροφή των δεύτερων. Κι ασφαλώς, πώς αυτή η πλουραλιστική εικόνα έχει αφήσει τα δικά της μνημονικά ίχνη, μέσα από τυχαίες επιβιώσεις στους σωζόμενους μνημονικούς τόπους.

Η εισήγηση βασίζεται σε δύο ανέκδοτες εργασίες μου, που απηχούν την προσπάθεια να περιγράψω την Πόλη Αλλιώς. Φυσικά η εισήγηση δεν εξαντλεί, και δεν θα μπορούσε, την σχετική θεματική. Αν χάρη στις διατριβές της Ελένης Γκαρά και του Αντώνη Αναστασόπουλου έχουμε μια αντιπροσωπευτική εικόνα της οθωμανικής Βέροιας του 17ου και του 18ου αι., ο 19ος αι. και το λυκόφως της οθωμανικής περιόδου της πόλης δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μια συστηματική αφήγηση, παρά μόνον αποσπασματικά μέσα από τα σωζόμενα τεκμήρια.

Η Βέροια των οθωμανικών χρόνων ήταν ένα τυπικό δείγμα πόλης της νότιας βαλκανικής, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές γλωσσικές, θρησκευτικές κι εθνοτικές ομάδες, με τις τριβές, τους διαγκωνισμούς, τις κοινωνικές αντιπαλότητες και τους οικονομικούς ανταγωνισμούς που γεννά η συμβίωση ετερόκλητων πληθυσμιακών υποσυνόλων σ’  έναν κοινό γεωγραφικό-ιστορικό χώρο. Ακόμα και μετά την προσάρτηση της πόλης, το 1912, στο ελληνικό κράτος, για πολλά χρόνια εξακολουθούσε να εμφανίζει την οθωμανική της πολυμορφία. Αν και η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, αλλοίωσε την εθνολογική εικόνα της πόλης, ωστόσο, στη διάρκεια του Μεσοπόλεμου η Βέροια εξακολουθούσε να θυμίζει πολλά από το οθωμανικό της παρελθόν, αφού,  σύμφωνα με την εφ. Αστήρ Βεροίας, «εις τα δημόσια καταστήματα και εις τας Τραπέζας ομιλείται η Τουρκική γλώσσα μετ΄ ιδιαιτέρας ευχαριστήσεως κατά τας μετά των πολιτών επικοινωνίας». Μετά την αποχώρηση των Μουσουλμάνων, τα εξωτικά σπανιόλικα των Εβραίων θα απομείνουν, ως γλωσσική και πολιτισμική «διαφορετικότητα», να τροφοδοτούν στερεότυπα, συλλογικές αντιλήψεις, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα με κριτήρια άλλοτε θρησκευτικά κι άλλοτε φυλετικά.
Παρά το γεγονός ότι καθεμία εθνο-πολιτισμική ομάδα κατοικούσε σε διακριτές περιοχές της πόλης και σε κλειστά οικοδομικά σύνολα, με αυτόνομη διοικητική, κοινωνική, εκπαιδευτική και θρησκευτική οργάνωση, σε αυτή την αισθητική εμπειρία η ιδιοτυπία αυτή δεν συνιστά ένα κλειστό κι απομονωμένο σύστημα συμβίωσης με συμπαγή στεγανά˙ βρίσκεται συνεχώς σε διάλογο, σε μια δυναμική διαδικασία όσμωσης και αλληλεπίδρασης με τα περιβάλλοντα της, από τα οποία επηρεάζεται και επηρεάζει, με κοινό σημείο αναφοράς, συνήθως, την αγορά της πόλης, όπου συνωθούνταν για εμπορικούς λόγους Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Εβραίοι και Ντονμέδες ή αλλιώς Έλληνες, Τούρκοι, Σλάβοι, Αρμένιοι, Βλάχοι, αλλά και Τσιγγάνοι και Αιθίοπες δούλοι, αξιωματούχοι, αστοί και χωρικοί, και η οποία αποτελούσε το σημείο συνάντησης, συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης ανθρώπων, ιδεών και εμπορικών συμφωνιών.
Η Αγορά ήταν χώρος μικτού πληθυσμού, πολύβουος, με διαφορετικές γλώσσες, μυρουδιές, αρώματα και ήχους˙ ήχους από λαλιές ανθρώπων, από πέταλα αλόγων και μουλαριών και μουγκανητά ζώων, από κάθε λογής κτύπους των εργαστηρίων και από τρεχούμενα νερά στις «αραρούγιες», στις «μπουντουβάγιες» και στις κρήνες, πέρα από την οποία και προς διάφορες κατευθύνσεις αναπτύσσονταν οι χριστιανικές και οι μουσουλμανικές γειτονιές καθώς και η εβραϊκή συνοικία.
Αν και η Βέροια δεν βρίσκεται στις κύριες εμπορικές οδικές αρτηρίες της εποχής, ωστόσο, δεν είναι ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Τα προϊόντα της πόλης, ιδιαίτερα μετά την ανάδυση μιας γενιάς δυναμικών Ελλήνων βιομηχάνων στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι, κυκλοφορούν σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια• οι έμποροι της πόλης Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί κι Εβραίοι δραστηριοποιούνται εντός και εκτός των οθωμανικών συνόρων, αναπτύσσοντας εμπορικά δίκτυα, ενώ και η επαφή με τις κρατικές αρχές είναι συνεχής. Η περίοδος άλλωστε αυτή επηρεάζεται βαθειά από τις φιλελεύθερες αρχές των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ και προς το τέλος της από αυτές της επανάστασης των Νεοτούρκων, αλλά και από τη δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, γεγονότα που εισάγουν νέες κινητικότητες στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή καθώς και στη δημογραφία της πόλης.
Με τις γνωστές επιφυλάξεις που συνοδεύουν τις δημογραφικές πληροφορίες της περιόδου, σύμφωνα με τον οθωμανικό «σαλναμέ» (επετηρίδα) του 1906 και τις απογραφικές πληροφορίες των πρώτων χρόνων του 20ου αι., η Βέροια αριθμούσε περί τους 14.000 κατοίκους, με τους Μουσουλμάνους να έχουν μια ελαφρά αριθμητική υπεροχή έναντι των Ελλήνων, ενώ την ίδια περίοδο καταγράφονται περίπου 600 Εβραίοι – ένα αριθμητικό μέγεθος που θα υποστεί πολλές διακυμάνσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί στον ίδιο αριθμό τις παραμονές του Β’ Π.Π.
Οι Μουσουλμάνοι δραστηριοποιούνται κυρίως ως ιδιοκτήτες γης και στη γεωργία, αλλά και στο μεταπρατικό εμπόριο, στο οποίο όμως επιδίδονται κατά κύριο λόγο οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, με τους τελευταίους να κατέχουν τα σκήπτρα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και της κτηματαγοράς – όχι όμως πάντα αποκλειστικά, ενώ την βιοτεχνική-βιομηχανική παραγωγή αναπτύσσουν αποκλειστικά οι Χριστιανοί. 
Η διατύπωση, με απόλυτο τρόπο, μιας κρίσης για τις διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ των ομάδων αυτών, παραβλέπει το γεγονός ότι οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και διακοινοτικές σχέσεις οποιουδήποτε συνόλου δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με όρους μαύρου-άσπρου. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι οι τρείς αυτές κοινότητες της Βέροιας δεν ήταν απομονωμένες η μία από την άλλη. Συνεργάζονταν αλλά και συγκρούονταν σε πολλά επίπεδα και με ποικίλους συνδυασμούς δυνάμεων, δίχως να αποτελούν απαραίτητα τρεις συμπαγείς ομοιογενείς ομάδες, ενώ και η θρησκευτική διαφορά δεν αποτελούσε φραγμό, καθώς αυτή έμενε πίσω από τους μανδρότοιχους των μαχαλάδων ως κοινοτική υπόθεση.
Ειδικά μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στο πρώτο ήμισυ του 19ου αι. και την κατάργηση πολλών από τις έως τότε διακρίσεις μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων, η αλληλοπροσέγγιση καλλιεργήθηκε με όρους ισοτιμίας, αν και όχι πάντα ισοπολιτείας.
Στο πρακτικό πεδίο της αγοράς, Μουσουλμάνοι δανείζουν και δανείζονται από Χριστιανούς ή Εβραίους και το αντίστροφο. Συμπράττουν και συνεταιρίζονται σε εμπορικές δραστηριότητες, σημαντικοί επισκέπτες της πόλης καταλύουν αδιακρίτως σε εύπορα μουσουλμανικά, χριστιανικά και εβραϊκά σπίτια και οι σχέσεις που διαρθρώνονται σταδιακά αποκτούν ξεκάθαρα ταξικά-αστικά χαρακτηριστικά. Ένα εύπορο μέλος μιας Κοινότητας έχει περισσότερους κοινούς τόπους με το αντίστοιχο κάποιας άλλης αλλόθρησκης, παρά με τον ταπεινό ομόθρησκό του. Η ανέγερση πολυτελών κατασκευών (μακεδονικών αρχοντικών ή άλλων αστικών σπιτιών με πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία) δίπλα σε ταπεινές πλινθοδομές μέσα στην ίδια διακριτή εθνοτική-πολιτισμική-θρησκευτική γειτονιά δεν αίρει την διάκριση αυτή. Το εύπορο μέλος είναι συνήθως και ένας από τους ηγήτορες της διακριτής κοινότητάς του και με την ισχύ του επιβάλλει τη θέση του στα κοινοτικά πράγματα, στα οποία παραμένει εν τούτοις πιστός.
Αυτή η χαλάρωση των αυστηρών διακοινοτικών ορίων από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και μέχρι την μετάβαση της πόλης στην ελληνική επικράτεια, αντανακλάται και στην κινητικότητα μέσα στην ίδια την πόλη. Τα όρια των γειτονιών σχετικοποιούνται: Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι εισέρχονται στις χριστιανικές γειτονιές καθώς και το αντίστροφο (οι οδοί Μεραρχίας και Σοφού είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα συμβίωσης Ελλήνων (Χριστιανών), Εβραίων αλλά και Βλάχων, όπως και οι μαχαλάδες του Σου Καπουσού, του Μπαμπά Τεκεσί, της Κυριώτισσας και της Μητρόπολης). Σε κοινωνικό επίπεδο Μουσουλμάνοι καταθέτουν στο δικαστήριο σε βάρος ομοθρήσκων τους και υπέρ Χριστιανών και το αντίστροφο• συναντάμε Εβραίους και Μουσουλμάνους να συμμετέχουν σε χοροεσπερίδες Χριστιανών και το αντίστροφο. Σε ιδιωτικό επίπεδο η μαία Ζιουμπού η Τουρκάλα, μπαίνει αδιακρίτως σε χριστιανικά και εβραϊκά σπίτια ξεγεννώντας γενιές και γενιές Χριστιανών κι Εβραίων της πόλης μέχρις ότου πάρει τα σκήπτρα μια μαία πρόσφυγας από τη Μ. Ασία (η Αγάπη Τσιτλακίδου). Το μοναδικό φαρμακείο της πόλης διατηρεί ο Αχμέτ Μπέης για να το παραλάβει μετά την ανταλλαγή ο Δημήτριος Νικολαϊδης, ενώ άπαντες εμπιστεύονται την στοματική υγεία τους στον μοναδικό πρακτικό οδοντίατρο της  πόλης, στον Αρμένη Κυρκόρ, ο οποίος ήταν ένα από τα θύματα της ισπανικής γρίπης του 1918.

Η περιγραφή ίσως δείχνει μια ειδυλλιακή εικόνα της εποχής αλλά δεν παραβλέπει τον δυναμισμό της περιόδου. Οι μουσουλμάνοι δεν υπερέχουν μόνον αριθμητικά αλλά εξακολουθούν να ασκούν τη διοίκηση στην περιοχή. Αυτοί άλλωστε καθόριζαν το πλαίσιο που διείπε τις διακοινοτικές σχέσεις και οι αυθαιρεσίες από την οθωμανική διοίκηση ασφαλώς ήταν συχνές και πυκνές – γεγονός που πυροδοτούσε συχνά-πυκνά ποικίλες αντιδράσεις, κυρίως στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας, ενώ και οι εθνοτικοί διαγκωνισμοί που καλλιεργούνταν στην ευρύτερη περιοχή κι εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων δυναμίτιζαν από καιρού εις καιρόν το κλίμα στις διακοινοτικές σχέσεις.
Όμως, η μακρά περίοδος ισορροπιών και διακοινοτικής ανεκτικότητας σε συνδυασμό με την απουσία σπουδαίων οικονομικών ανταγωνισμών, δεν επέφερε ολέθρια αποτελέσματα όταν τα ελληνικά στρατεύματα κατελάμβαναν την πόλη. Αν εξαιρέσουμε μια αμφιλεγόμενη πληροφορία για ωμότητες του ελληνικού στρατού σε βάρος του εβραϊκού πληθυσμού της Βέροιας, όπως την αποτύπωσε τον Ιανουάριο του 1913 η γερμανική εφημερίδα Tägliche Rundshau, η κατάληψη της πόλης έχει αποτυπωθεί στην βιβλιογραφία ως «βελούδινη». Όχι μόνον απετράπη, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη και τοπικών προυχόντων, η άτακτη φυγή του μουσουλμανικού πληθυσμού από την πόλη, την παραμονή της εισόδου του ελληνικού στρατού σ’ αυτήν, αλλά την επαύριον διατηρήθηκε στη θέση του ο μουσουλμάνος Δήμαρχος της πόλης Χαλήλ Αλή Βέη, ο οποίος θα καθαιρεθεί από το κίνημα της Έθνικης Άμυνας, για να επανέλθει το 1920.
Σε αντίστιξη, η εικόνα της  παλλαϊκής υποδοχής του ελληνικού στρατού που μας παραδίδεται από τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, αμφισβητείται από τις εντυπώσεις που άφησαν από το πέρασμα τους στη Βέροια δύο από τους μαχητές του ελληνικού στρατού που κατέλαβε την πόλη τον Οκτώβριο του 1912: του τότε αξιωματικού του πυροβολικού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, μετέπειτα αρχιστράτηγου του εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία και του Κύπριου εθελοντή στους βαλκανικούς πολέμους Ιωάννη Τσαγκαρίδη.
          Σε επιστολή προς την γυναίκα του Κούλα, που αποστέλλει ο Παρασκευόπουλος από τη Βέροια, αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης, γράφει:
        «Τόρα, Κουλίτσα μου, αν θέλης και περί των αδελφών μας που χύνομεν το αίμα μας, απαίσιοι, τέρατα, παλιάνθρωποι, τουρκόσποροι. Πλην της Κοζάνης που είναι ακραιφνής Ελληνισμός, ως λέγουν, και έδειξαν τον ενθουσιασμόν των, πουθενά αλλού ούτε σημαία ελληνική να υψωθή, ούτε ζήτω. Αν αι εφημερίδες γράφουν τοιαύτα είναι ψεύδος. Αμ που είναι εκείνοι οι αντάρται; Πανταχού Τούρκοι, ουδείς χριστιανός. Όλοι αυτοί δεν έχουν κανέν αίσθημα και αυτό είναι το λυπηρόν».
           Στο ίδιο ύφος και η επιστολή του Τσαγκαρίδη προς τον πατέρα του τις ίδιες ημέρες. Γράφει μεταξύ άλλων:
           «Υποδοχή κάπως ψυχρά. Βλέπετε πλεονάζουν οι Τούρκοι και φοβούνται οι Έλληνες μήπως επανέλθουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν και τιμωρηθώσι διά την εκδήλωσιν των αισθημάτων των. Εν τούτοις είναι άξιοι πάσης μομφής. Διότι ημείς θυσιαζόμεθα γι’ αυτούς και ώφειλον να μας περιποιηθούν περισσότερον».

           Η στερεοτυπική εικόνα της κατάληψης της Βέροιας συνοδεύεται από παλλαϊκές υποδοχές και ρόδα. Όμως, η διάσταση, που μόλις έθιξα, θα πρέπει να ξαναβάλει στην συζήτηση όχι μόνο την αμηχανία των Εβραίων που έπρεπε μέσα σε μια νύχτα να δηλώσουν υποταγή και πίστη σ’  έναν νέο κυρίαρχο που δεδηλωμένα δεν επιθυμούσαν αλλά και την αμηχανία των ίδιων των Ελλήνων αλλά και των Τούρκων της πόλης να διαχειριστούν μια νέα, ελληνική αυτή τη φορά πραγματικότητα. Κι αν μεν αυτή η προσέγγιση ακούγεται δυσάρεστα, διότι θέτει εν αμφιβόλω την βαθιά ελληνικότητα που θα επιθυμούσε κανείς για τον ελληνικό κόσμο της εποχής, από την άλλη όμως σ’  αυτήν την συνειδησιακή ρευστότητα και την ειρηνική διακοινοτική συμβίωση οφείλει μάλλον πολλά η «βελούδινη» μετάβαση της πόλης από τους Οθωμανούς στους Έλληνες, δίχως ωμότητες. Ή όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει αυτή την διακοινοτική σχέση ένας άλλος μάρτυρας των ημερών αυτών, ο Σπύρος Μελλάς:
          «Την πολιτική τους, οι μπέηδες της Βέροιας, συμπλήρωσαν με άμεση συνεννόηση με τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξομολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάμεθ του Ε΄ ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον ελληνικό πληθυσμό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα μιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εμπρησμοί κι οι διαρπαγές».

Έτσι, μέσα σε μια μέρα, οι Μουσουλμάνοι της Βέροιας, από κυρίαρχοι της πόλης μετατρέπονται σε φοβισμένους και αμήχανους υποτελείς μιας κατάληψης, από κυρίαρχη πληθυσμιακά ομάδα, ένας πληθυσμός εν δυνάμει υπό διωγμό και πολύ σύντομα σε μειονότητα. Μια κυρίαρχη θρησκεία που θα ακολουθήσει τους ορισμούς της πολιτείας ως θρησκεία ενός μειονοτικού πληθυσμού με όρους και προϋποθέσεις. Μία ανάλογη τύχη εμβάζει σε ανησυχία και τον εβραϊκό πληθυσμό. Μπορεί να μην ήταν κυρίαρχος, αλλ’ ως τότε δεν είχε την υποχρέωση να λογοδοτεί για την αυτοδιοίκηση του σε κανέναν κυρίαρχο, και η προοπτική της υποβίβασης της πολιτικής και κοινωνικής του θέσης στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους προκαλούσε μια αμηχανία, η οποία εισήγαγε νέες κινητικότητες μέχρις ότου διασφαλιστεί νομοθετικά η πολιτική και κοινωνική του θέση.
Ο εβραϊκός κόσμος παρακολουθούσε, τουλάχιστον αμήχανα, την διοικητική αυτή μεταβολή. Το πρόβλημα του Εβραίου δεν ήταν ότι έπρεπε πια να αντιμετωπίσει την ανάγκη να μεταθέσει την πίστη του από το ένα κράτος στο άλλο, αλλά αν η μετάβαση αυτή θα επέφερε περιορισμό των δικαιωμάτων και των προνομίων του ως ελεύθερων πολιτών, όπως, επίσης, εάν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την αρχή της θρησκευτικής ισότητας και της ελευθερίας. Διότι, ενώ για αιώνες οι Εβραίοι ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν, σύμφωνα με τα δικά τους ήθη και έθιμα και χωρίς να απαιτείται από αυτούς κανενός είδους αφομοίωση, τώρα θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν το αντίθετο. Η φιλοσημιτική, ωστόσο, θέση του Βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος αμέσως εγγυήθηκε την προστασία, την ασφάλεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτικών πια πληθυσμών, και η παρόμοια στάση που τήρησε στη συνέχεια και ο Ελ. Βενιζέλος, καθησύχασαν κατ’ αρχήν τις σοβαρές επιφυλάξεις και τους φόβους του μουσουλμανικού και του εβραϊκού κόσμου, ο οποίος, πάντως, κρατούσε μια στάση αναμονής περιμένοντας την αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων της ελληνικής διοίκησης, από τις επιλογές της οποίας εξαρτιόταν η επιβίωση και το μέλλον τους. Αυτή δε η αναμονή πιθανότατα σχετιζόταν με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της οριστικής προσάρτησης της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, και με την πεποίθηση ότι η ελληνική διοίκηση ήταν μια προσωρινή κατάσταση. Μέσα, όμως, σε αυτή την συστοιχία γεγονότων, βουλήσεων και επιθυμιών, Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι καλούνται να επιβιώσουν μεταξύ σφύρας κι άκμονος, σ’ ένα περιβάλλον αδιευκρίνιστο για πολλά χρόνια. Από τη μία, η έγνοια του ελληνικού κράτους για την οριστική τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης και ο πραγματικός φόβος του για τον βουλγαρικό κίνδυνο, και από την άλλη το γεγονός ότι ειδικά ο αλλόγλωσσος και αλλόθρησκος εβραϊκός πληθυσμός δεν είχε αναφορά σε μια γειτονική πατρίδα που να απειλεί την εθνική ακεραιότητα του διευρυμένου ελληνικού κράτους, έθεσε σε δευτερεύουσα μοίρα την διαχείριση της συμβίωσης με το εβραϊκό στοιχείο.
Η περίοδος 1912-1919 ήταν μια περίοδος σιωπηλής αναμονής και για τις δύο μειονοτικές ομάδες της πόλης. Αλλά και φόβου, ο οποίος σπρώχνει στην αναχώρηση σημαντικό αριθμό κυρίως Μουσουλμάνων αλλά κι Εβραίων από την πόλη, ενώ την ίδια περίοδο στην πόλη καταφθάνουν Έλληνες, πρόσφυγες από την Αν. Θράκη και τον Καύκασο, οπότε ξεκινά η αλλοίωση της εθνολογικής εικόνας της πόλης, η οποία θα σφραγιστεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και θα ολοκληρωθεί με την εξόντωση των Εβραίων το 1943 στο Άουσβιτς.
Πάντως, ο προσεταιρισμός τόσο του μουσουλμανικού όσο και του εβραϊκού στοιχείου της Βέροιας, τόσο από τους Βενιζελικούς, όσο και από τους Λαϊκούς, με την τοποθέτηση εκπροσώπων τους στη δημογεροντία της πόλης, εγγράφεται στα θετικά της περιόδου, απηχώντας το προγενέστερο κλίμα της ειρηνικής κι ανεκτικής συμβίωσης. Κι αν μεν για τους Μουσουλμάνους η αγωνία για την τύχη τους στο εθνικό κράτος, δεν θα κρατήσει πάρα μια δεκαετία, καθώς το 1924 θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους, για να αντικατασταθούν από Έλληνες πρόσφυγες, η ανησυχία των Εβραίων θα ενταθεί με κάθε πρωτοβουλία που επιχειρεί η ελληνική πολιτεία για την αφομοίωση τους.

Η δημογραφική αυτή μεταβολή προφανώς σχετίζεται μεν με το ρευστό κι αβέβαιο κλίμα της εποχής, αλλά και με την διάχυτη επιθυμία Μουσουλμάνων κι Εβραίων να αποφύγουν την στρατολόγηση, την οποία επιχειρούσε να επιβάλει η ελληνική πολιτεία κι έτσι οδήγησε σημαντικό αριθμό των δύο κοινοτήτων σε μαζική φυγή. Η απόπειρα στρατολόγησης ενός πληθυσμού που ακόμα δεν είχε σφυρηλατηθεί εθνικά, ήδη από την εποχή του κινήματος της Εθνικής Άμυνας, απέφερε ολέθρια δημογραφικά πλήγματα στον μουσουλμανικό και εβραϊκό πληθυσμό της Μακεδονίας. Ενδεικτική των προθέσεων του Ελ. Βενιζέλου για αναγκαστική στρατολόγηση νέων Μουσουλμάνων κι Εβραίων στις τάξεις του συμμαχικού στρατού, αποτελεί μία επιστολή της «Εν Βερροία Επιτροπής Εθνικής Αμύνης» προς την «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης Θεσσαλονίκης» του 1916, με την οποία η Επιτροπή της Βέροιας «απειλεί» ότι δύναται να στρατολογήσει «πάντας τους εν τη περιφερεία μας στρατευσίμους εκ των κληθεισών ηλικιών…, διότι δυνάμεθα ν’ αντικαταστήσωμεν τους κληθησομένους υπό τα όπλα… δι’ άλλων μη στρατευσίμων ήτοι Οθωμανών, Ισραηλιτών κλπ.»

Παρά τις φιλοσημιτικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους, κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης και μέχρι τον καταστροφικό πόλεμο στη Μικρασία, που θα εκφραστούν με τη θέσπιση σχετικού νόμου, αναγνωρίζοντας Μουσουλμάνους κι Εβραίους ως προστατευόμενους μειονοτικούς πολίτες, οι διακοινοτικές τριβές, κυρίως μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, αυξάνονταν, ενώ θα ενταθούν αμέσως μετά την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρασία κι αλλού. Στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας πλέον, η αρνητική στάση απέναντι στους Εβραίους ήταν αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους η αγωνία της διοίκησης για την ενίσχυση της ελληνικότητας των σεφαραδίτικων κοινοτήτων. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μια ποικιλία αντιεβραϊκών μύθων και αντιεβραϊκών μορφολογιών συνιστούν ένα πολύχρωμο σύνολο αρνητικών αναπαραστάσεων (προκαταλήψεων και στερεοτύπων), που στην ελληνική παράδοση είναι κατ’  αρχήν μια κατασκευή του αντι-ιουδαϊσμού και σχετίζεται με τη θρησκευτική διαφορά και την κατηγορία της θεοκτονίας. Στερεοτυπικές ιδιότητες του Εβραίου συναντώνται σε ποικίλες εκφράσεις: από το δημοτικό τραγούδι ως τον καραγκιόζη και τη λαϊκή παράδοση με το κάψιμο του Ιούδα και τη συκοφαντία της παιδοκτονίας. Με διάφορες παραλλαγές, ο τύπος του Εβραίου ενέχεται για φιλαργυρία, προδοσία και θεοκτονία.  Λίγο-πολύ, όλοι έχουμε πρόχειρη μια αρνητική στερεοτυπική εικόνα του Εβραίου από μια ευρεία γκάμα κειμένων της ελληνικής και της ξένης γραμματολογίας. Ο «φανταστικός» Εβραίος δεν απηχεί παρά συλλογικές παραστάσεις, εικόνες, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα πλατιάς απήχησης στο κοινωνικό περιβάλλον και η διαφορετικότητα του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τροφοδοτεί στερεότυπα που υπηρετούν την ανάγκη κατασκευής εσωτερικών εχθρών ή αλλιώς αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο προβάλλονται και χρεώνονται συλλογικές φοβίες και ανασφάλειες.
Ειδικά, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, η συλλογική ταυτότητα «Εβραίοι» προέβαλε ως ανταγωνιστική, σχεδόν αντίπαλη, πληθυσμιακή ενότητα, καθόσον αμφισβητούνταν η ελληνικότητα τους. Έτσι, παρά την χειραφέτηση των Εβραίων, που στην Ελλάδα βρήκε νομοθετική έκφραση το 1920, οι αξίες της συνύπαρξης και της ανοχής έρχονταν σε αντίθεση με την αρχή της εθνικής ομοιογένειας, δηλαδή της εθνικής και γλωσσικής ενότητας, και δημιουργούσαν συνεχώς εντάσεις και τριβές.  

Η δεκαετία του ’20 θα δοκιμάσει τις αντοχές του ίδιου του κράτους και συνακόλουθα της διακοινοτικής συμβίωσης. Μετά την ταπεινωτική ήττα του 1922 και την οριστική εγκατάλειψη του μεγαλοϊδεατισμού, η χώρα σπαράσσεται από πολιτικές αντιπαραθέσεις για πάνω από μία δεκαετία. Οι κύριες προτεραιότητες της δεν προσανατολίζονταν πλέον στην προσάρτηση νέων εδαφών, αλλά στην προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της και την εθνική ομογενοποίηση. Η χώρα, ταπεινωμένη και οικονομικά κατεστραμμένη,  έπρεπε πέραν όλων των άλλων να διαχειριστεί και την υποδοχή και αποκατάσταση των προσφύγων. Στην Βέροια, την εποχή αυτή, κατέφυγαν τουλάχιστον 3.322 πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, 675 από την Α. Θράκη, 479 από τον Πόντο και 467 από τον Καύκασο. Έτσι, η ελληνική πολιτεία, αμφιταλαντευόμενη από τις κοινωνικές πιέσεις, εμφάνιζε  κάποτε μια αμφισημία λόγου κι έργου στην οποία θυσιαζόταν με ποικίλους τρόπους ο εβραϊκός πληθυσμός. Ο Βενιζέλος δεν θα ξεχάσει ποτέ την μεταστροφή του εβραϊκού εκλογικού σώματος υπέρ των Λαϊκών και στη δεκαετία του ’20 και του ’30 η συνεχιζόμενη καχυποψία για το ρόλο των Εβραίων ως πολιτών σε ένα αγχωτικά επιζητούμενο ομογενοποιημένο εθνικό μέλλον θα εντείνεται. Οι βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθούσαν το 1923 θα αποκαλύψουν την ύπαρξη σε μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου ενός υποβόσκοντος αντισημιτισμού, τον οποίο φρόντιζε να υποδαυλίζει η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία», η οποία επιδιδόταν σε μια ακατάσχετη αντισημιτική εκστρατεία.
Ένα από τα μέτρα σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε και ο χωρισμός του εκλογικού σώματος των Εβραίων, το οποίο δημιούργησε έντονες διαμαρτυρίες του εβραϊκού κόσμου και διακοινοτικές τριβές, για να τις εντείνει την ίδια περίοδο ένα νέο μέτρο που επιχειρούσε την θέσπιση της Κυριακής ως επίσημης αργίας όλων των Ελλήνων πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος, καταργώντας το προνόμιο της αργίας του Σαββάτου - γεγονός που προκάλεσε σάλο στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων και νέες εντονότερες διακοινοτικές τριβές, καθώς θεωρήθηκε ως έκφραση θρησκευτικής αδιαλλαξίας. Η επίμονη προσπάθεια του εβραϊκού κόσμου για απόσυρση του μέτρου προκαλούσε νέα αντισημιτικά δημοσιεύματα, ενώ πλατιά στρώματα προσφύγων εξέφραζαν, κάτω και από την πίεση των δικών τους αναγκών για αποκατάσταση, ξεκάθαρη την αντιπάθεια τους κατά του εβραϊκού στοιχείου. Οι κραδασμοί των διακοινοτικών τριβών κι εντάσεων, με αφορμή τις σφοδρές αντιδράσεις για την κατάργηση της αργίας του Σαββάτου, καθώς και για άλλα μέτρα, άφησαν το αποτύπωμά τους και στη Βέροια καθώς το 1925 οι Εβραίοι της πόλης κατηγορήθηκαν συλλήβδην για «τελετουργικό φόνο» με αφορμή την εξαφάνιση ενός παιδιού τις παραμονές του εβραϊκού Πάσχα.
Η δυσανεξία αυτή που θα καλλιεργηθεί στα επόμενα χρόνια συστηματικά, ιδίως μετά την εμφάνιση στον δημόσιο βίο της φασιστικής-αντισημιτικής οργάνωσης Εθνική Ένωση Ελλάδος  (γνωστής ως ΕΕΕ), θα εκφρασθεί στα γεγονότα του 1931 με τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ, και θα κορυφωθεί, δέκα σχεδόν χρόνια μετά, με την ουσιαστική συνδρομή και την ανοχή στην μαζική εξόντωση χιλιάδων Ελληνοεβραίων και την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων στην διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Αν και η δεκαετία του ’30 χαρακτηρίζεται γενικά ως εποχή ευημερίας του εβραϊκού κόσμου, το κλίμα που περιγράφηκε δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστους τους Εβραίους της Βέροιας. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, εκδηλώθηκε την περίοδο αυτή ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης εβραϊκών οικογενειών της πόλης προς την Παλαιστίνη, τις ΗΠΑ και τη «φιλόξενο Γαλλία», το οποίο, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανό να καταφέρει σοβαρό δημογραφικό πλήγμα.
Ως γενική πάντως παραδοχή, παρά την διατήρηση της καχυποψίας μεταξύ Χριστιανών κι Εβραίων, στις δύο αυτές δεκαετίες, το εβραϊκό στοιχείο αποδεικνύει την ικανότητα ταχείας ενσωμάτωσης του, συμμετέχοντας ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή, ενώ οι νεώτεροι, χάρη και στην υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, αφομοιώνονται πλήρως εθνικά, γλωσσικά και κοινωνικά. Ο Β’ Π.Π. και η εξόντωση των Εβραίων θα διακόψει με τον πιο βίαιο τρόπο την αφομοίωση αυτή και την επαύριον της καταστροφής η εβραϊκή κοινότητα της Βέροιας αποδεκατισμένη πολύ σύντομα θα διαλυθεί, αφήνοντας μόνο και κυρίαρχο εθνοπολιτισμικό στοιχείο στην πόλη τους Χριστιανούς.
Εκατό χρόνια σχεδόν μετά την προσάρτηση της Βέροιας στο ελληνικό κράτος, ενενήντα χρόνια μετά την αναγκαστική αποχώρηση των Μουσουλμάνων της πόλης και περίπου εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή των Εβραίων, τι απέμεινε άραγε ως μνημονικό ίχνος αυτής της μακραίωνης παρουσίας των δύο κοινοτήτων;
Η ρητορεία της εθνικής ντροπής, που αντανακλάται και σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, απαίτησε, με όρους σοβινιστικούς, την εξαφάνιση των αποτυπωμάτων κυρίως του οθωμανικού παρελθόντος. Νεκροταφεία καταστράφηκαν• ενεπίγραφες ταφόπλακες διερπάγησαν ως υλικό για δεύτερη χρήση, «μπαλώνοντας» τοίχους, πλατύσκαλα και εξωτερικές βρύσες• τζαμιά και μιναρέδες κατεδαφίστηκαν ή μετατράπηκαν σε κατοικίες ή χρησιμοποιήθηκαν για διάφορες επαγγελματικές χρήσεις• η δε εβραϊκή συνοικία θα είχε εξαφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’50 αν τελεσφορούσαν οι προσπάθειες κάποιων δημοτικών συμβούλων να δημιουργήσουν μια τεχνητή εξοχή που θα ξεκινούσε από το λεγόμενο Βήμα του Απ. Παύλου φθάνοντας μέχρι την όχθη του ποταμού και την Μπαρμπούτα.
Όμως, το εβραϊκό και το οθωμανικό παρελθόν εξακολουθεί να επιβιώνει ακόμα σε κτίσματα, τοπόσημα κι ονομασίες: Τσερμένι, Πασά Κιόσκι, Κεμάλ Μπέη, Χάβρα, Καραχμέτ, εβραίικα μνήματα.
Η Βέροια μπορεί να έπαψε να είναι ένα δάσος μιναρέδων, όπως χαρακτήριζαν την πόλη οι στρατιώτες που την πλησίαζαν τον Οκτώβριο του 1912, όμως μονάδες αυτού του δάσους εξακολουθούν να υφίστανται ως μνημονικά ίχνη. Η Συναγωγή και όσα κτίσματα στην εβραϊκή συνοικία άντεξαν στο χρόνο, το Τζαμί του Μενδρεσέ, το Ορτά Τζαμί, το Τζαμί του Σούμπαση, το Τζαμί της Μπαρπούτας, το Μπαΐρ Τζαμί, το Μπογιαλί Τζαμί, το Τζαμί του Γιολά Γκελντί, ο μιναρές και ο διάκοσμος της Παλιάς Μητρόπολης, το οθωμανικό διοικητήριο και το σχολείο, ταφόπλακες του εβραϊκού νεκροταφείου, η γέφυρα του Καραχμέτ, τα οθωμανικά λουτρά, ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης (απ΄ όπου αναχώρησε για το Άουσβιτς ο εβραϊκός πληθυσμός), καθώς κι ένα πλήθος οθωμανικών κατοικιών, άλλα ερειπωμένα κι άλλα μετασκευασμένα από τους μεταγενέστερους ενοίκους.
Το «Παζαρόπλου», η σημερινή πλατεία Πλατάνων, αποτελούσε το γεωγραφικό όριο πέρα από το οποίο απλωνόταν νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά ο μουσουλμανικός τομέας της πόλης -οι μαχαλάδες Σινάν Μπέη, Καρσί, Κεμάλ Μπέη, Αράπ, Σου Καπουσού, Τσαγλαϊκ, Τσερμέν, Μπαϊρ, Γιολά Γκελντί και Μπαμπα Τεκεσί, αλλά κι άλλοι των οποίων την θέση αγνοούμε και η μνήμη τους σώζεται πια μόνο σε κατάστιχα. Μαχαλάδες με τζαμιά και τεμένη κι ανάμεσά τους τεκέδες, ιμαρέτια, σχολεία, λουτρά, νεκροταφεία και τουρμπέδες. Συνοικίες που μετονομάστηκαν σε Καλλιθέα, Αγ. Κυριακή, Προμηθέας κλπ., όπου όμως σήμερα συναντά κανείς αποτυπώματα της οθωμανικής φυσιογνωμίας και της τυπολογίας του οθωμανικού σπιτιού: διώροφα και ισόγεια με αυλές περιτριγυρισμένες από μαντρότοιχο στις οποίες υπήρχαν υπόστεγα, στάβλοι και άλλες εγκαταστάσεις. Ορθογώνια και πλατυμέτωπα, με μονόρριχτες και δίρριχτες στέγες και με τοιχοποιία που συμπληρωνόταν με οριζόντιες ξυλοδεσιές ή με «τσατμά». Τέτοια συναντά κανείς σήμερα στα πολεοδομικά τετράγωνα που περικλείουν οι οδοί Θράκης, Μικράς Ασίας, Καπετάν Ακρίτα, Τριποτάμου, στον Καρσή μαχαλά,  οι οδοί Δήμητρας, Ουρανίας, Βερόης, Αιγαίου, στο Κεμάλ Μπέη, και στις διακλαδώσεις της 16ης Οκτωβρίου, όπου ήταν οι συνοικίες του Σου Καπουσού και του Αράπ, οι οδοί Απ. Παύλου, Σιορ Μανωλάκη, Ευζώνων, Καραϊσκάκη, Ναούσης, Περγάμου, Νέας Ιωνίας, Μυτιλήνης, Μαυρομιχάλη, Αφροδίτης, στον Τσαγλαϊκ μαχαλά, οι οδοί Μάρκου Μπότσαρη και Μπαντραλέξη, στον Τσερμέν μαχαλά, η οδός Σμύρνης και κάθετοι πάροδοι στον Μπαΐρ μαχαλά, οι οδοί Πανόρμου, Αθ. Διάκου,  Κανάρη, Μ. Μαυρογένους, Παλαιών Πατρών Γερμανού και Μπουμπουλίνας στο Γιολά Γκενλντί μαχαλά, οι οδοί Ρήγα Φεραίου, Κυριωτίσσης, Ελευθερίας και Μιαούλη στον Μπαμπά Τεκεσί μαχαλά. Έχει αξία να υπομνήσει κανείς τις σύγχρονες ονομασίες που δόθηκαν στις τουρκογειτονιές, οι οποίες όταν δεν θυμίζουν χαμένες πατρίδες, παραπέμπουν στην ονοματολογία εθνικών ηρώων.
Μία τελευταία υπόμνηση σχετίζεται με την διαχείριση των μνημονικών ιχνών.
Στο σύμπλεγμα του τεμένους του Μεντρεσέ ανήκε και το Ναμαζγιάχ, δηλαδή ο υπαίθριος χώρος προσευχής των μουσουλμάνων της πόλης.
Φωτογραφίες εποχής που απεικονίζουν το Τζαμί του Μενδρεσέ, συγκαταλέγουν μια μεγάλη έκταση με κυπαρίσσια, από τα οποία η περιοχή απέκτησε την προσωνυμία «Τα πολλά κυπαρίσσια», ενώ σήμερα είναι πια γνωστή ως «Βήμα του Αποστόλου Παύλου». Τα κυπαρίσσια καθώς και μια αναβαθμίδα με τρία σκαλοπάτια, η οποία βρίσκεται πίσω από την ψηφιδωτή εικόνα του Απ. Παύλου, αποτελούν τα λείψανα του Ναμαζγιάχ που περιγράφει ο Evliya Çelebi Το Ναμαζγιάχ της Βέροιας, παρόλο που αποχώρησαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της, διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα. Το κτίσμα είχε άμβωνα από πελεκητή πέτρα με επτά σκαλοπάτια. Ο άμβωνας είχε ξύλινους στύλους και χωνοειδή σκεπή από φύλλα μολύβδου. Στα μέσα του 20ου αι. το Ναμαζγιάχ μετατράπηκε από την τοπική Εκκλησία σε τόπο χριστιανικής λατρείας του Απ. Παύλου με την ανέγερση ενός υπαίθριου προσκυνηταρίου που επινοήθηκε από την παρουσία των σκαλοπατιών του άμβωνα. Ο άμβωνας και το μιχράμπ του έχουν γκρεμιστεί και τα τρία σκαλοπάτια του άμβωνα επιτελούν το σύμβολο ενός φαντασιακού «βήματος» απ’ όπου, όπως υποστηρίζει η συλλογική συνείδηση, κήρυξε ο Απ. Παύλος.
Τέλος, όπως σε πολλούς είναι γνωστό, τη διετία 2006-2007 πραγματοποιήθηκαν στο τζαμί του Μενδρεσέ επεμβάσεις αποκατάστασης και αποδόθηκε αναπαλαιωμένο για χρήση στην ιδιοκτήτρια του κτιρίου, την Μητρόπολη της Βέροιας. Σύντομα, η τελευταία μετονόμασε τον χώρο σε Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο και η μετατροπή του σε χώρο χριστιανικών συνάξεων με την μόνιμη ανάρτηση μη λατρευτικών εικόνων και μάλιστα γιγάντιων στη θέση του μιχράμπ, το οποίο πλέον δεν είναι ορατό στον επισκέπτη, γεγονός που πυροδότησε οξύτατη αρθρογραφία από τον ομιλούντα και τον τοπικό επίσκοπο, καθώς, σύμφωνα με τον ομιλούντα, αποδομείται ο ισλαμικός χαρακτήρας και η πολιτισμική ταυτότητα του μνημείου.
Τα μνημεία ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της πόλης. Και φέρουν πάνω τους τις πατίνες ανθρώπων με διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τα τζαμιά και οι συναγωγές είναι προϊόντα συνάντησης και συνύπαρξης πολιτισμών κι ως τέτοια πρέπει να ειδωθούν, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο θρησκευτικό τους χαρακτήρα.  Αλλά ως τέτοια πρέπει και να τα σεβαστούμε. Όχι όμως ως μνημεία των Άλλων και αποσυνάγωγα της συλλογικής μας μνήμης, αλλά ως μνημεία δικά μας (και στους δικούς ανήκουν και οι Άλλοι – οι εντόπιοι «ξένοι»).-
Γιώργος Λιόλιος
Ημερίδα ΕΜΙΠΗ "Συνθέτοντας το θρησκευτικό και εθνοτικό μωσαϊκό της Ημαθίας του 20ου αι. Ιστορία-Δομές-Κοινωνικές προεκτάσεις"
Βέροια, 18.02.2015

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Τα παιδιά με τα "διαφορετικά ονόματα"

Έλαβα στο προσωπικό μου mail μια επιστολή του Μεναχέμ-Μισέλ Ρ. που απευθύνεται στους συμμαθητές του στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης (τάξη του 1969) με αφορμή το αυριανό reunion της τάξης του. 
Το δημοσιεύω διότι πέρα από την τρυφερότητα που ξεχειλίζει, απεικονίζει την περιπέτεια του εβραϊσμού στην σύγχρονη Ελλάδα μέσα από την προσωπική ιστορία των μαθητών με τα "διαφορετικά ονόματα" στα αποψιλωμένα από τον εβραϊκό πληθυσμό τους εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης


Αγαπητοι Συμμαθητες,Αγαπητοι παρευρισκομενοι στην σημερινη εκδηλωση

Ηταν Σεπτεμβριος του 63 οταν κατα την αναγνωση του καταλογου απο τον καθηγητη που μπηκε στην ταξη του 3ου Τμηματος της Α’ ταξης του Σχολειου μας  ακουστηκε αναμεσα σε 75 ονοματα και το ονομα ΜΕΝΑΧΕΜ..........του Μωυση και της Εσθηρ.
Ολα τα βλεμματα των 12 χρονων  μαθητων - ολοι σχεδον με  κοντα παντελονακια -επεσαν επανω μου να δουν, αυτον με το περιεργο στ’αυτια τους   ονομα, του συμμαθητη , που καθοτανε  στο πρωτο θρανιο αναμεσα στον Γιωργο και τον Αλκη.
Σε ολα τα επομενα 6 χρονια που ακολουθησαν μεχρι την αποφοιτηση το 69 ο Μεναχεμ ηταν ο Συμμαθητης με το ιδιαιτερο ονομα που εβγαινε –ο τυχερος....!!!!-στην ωρα των θρησκευτικων στην αυλη αλλα ισοτιμα το παλευε για την κατακτηση του κοσμου των γνωσεων αλλα και  γιατι ξεχωριζε-ισως-γιατι κουβαλουσε μια φωτογραφικη μηχανη  και αποθανατιζε στιγμες απο την κοινη μαθητικη ζωη.
Ανεκτιμητες φωτογραφιες,  οπως αποδειχτηκε ομως στο REUNION του 2008 μετα 39 χρονια απο την αποφοιτηση .......οταν μαζευτηκαμε ,ωριμοι αντρες πια και οικογενειαρχες  και αναμεσα μας ενας Υπουργος ,Καθηγητες Πανεπιστημιου ,Επιστημονες ,πετυχημενοι επιχειρηματιες, ελευθεροι επαγγελματιες καθε κλαδου,δημοσιοι λειτουργοι,  ολοι οσον επι το πλειστον,   με θετικη πορεια στην ζωη τους και θετικο προσημο στο εν γενει κοινωνικο γιγνεσθε αυτου του τοπου.
Μεγαλη ανηφορα να εισαι διαφορετικος εστω και στο ονομα.μεσα σε περιπου 200 συμμαθητες των 3ων τμηματων της  ταξης σου εστω κι αν κανενας δεν το καταλαβαινει.......
Το ιδιο  να συμβαινει μετα στον Στρατο αλλα   βεβαια κατοπιν  και μεσα στην Ελληνικη Κοινωνια.
Παντα ετοιμος να δινεις εξηγηση ...........γιατι αυτο το ονομα??? ...... απο που εισαι...... ????...
Kαι αφου εχεις υπηρετησει 28 μηνες στον Ελληνικο Στρατο, το τελειωτικο χτυπημα....!!!!Εισαι Ελληνας??? !!!
Αυτο απο μονο του μου  εδινε παντα  μια απιστευτη δυναμη για τον  ακαματο και με πεισμα βηματισμο   στην  ανηφορα της ζωης.
Παντα  ομως ετοιμος να υπερασπιστω και να δωσω εξηγησεις της οικογενειακης ιστοριας μου.
Της ιστοριας του ΕλληνοΕβραιου της Σαλονικης μας, που μετα 500 χρονια δημιουργικης  παρουσιας σ’αυτην την πολη εξωντοθηκε και εγινε σταχτη  απο τον ΝΑΖΙ  βαρβαρο κατακτητη στα κολαστηρια του θανατου των στρατοπεδων συγκεντρωσης και εξολοθρευσης της Πολωνιας κατα την διαρκεια του Β’ΠΠ.
Μαζι και των περισσοτερων απο τα  99  Εβραιοπουλα,  Μαθητων  αυτου του Ιστορικου Σχολειου .
Πιθανον  μαζι  τους και καποιος  μαθητης με το ονομα ΜΕΝΑΧΕΜ........

Αγαπητοι παρευρισκομενοι,πολιτες της Θεσσαλονικης,

Ειμαι πολυ  ευτυχης και συναισθηματικα φορτισμενος καθως γραφω αυτες τις λιγες γραμμες  που εστω και μετα τοσα πολλα χρονια  απο το αποτροπαιο εγκλημα μαθαινω  οτι το Σχολειο μου, με πρωτοβουλια των νεωτερων γενεων, που  απαλλαγμενων απο την ενοχη  σιωπη η ακομη και συνενοχη  των αντιστοιχων  εκεινων   της ζοφερας περιοδου  , μνημονευει τα παιδια του,τους μαθητες του, που σιγουρα αν ειχαν ζησει, η συμβολη τους στην πολι μας και στην ευρητερη ελληνικη κοινωνια θα ηταν απολυτα θετικη  και δημιουργικη οπως η μακραιωνη ιστορια της Διασπορας των Εβραιων ανα τον κοσμο εχει αποδειξει.
Ειθε αυτη η Ιστορια να γινη παραδειγμα προς αποφυγη ,ειδικοτερα , τις μερες μας που το τερας της Ξενοφοβιας  και του μισους κατα του διαφορετικου ξαναξυπνα  σε ολη την Ευρωπη αλλα ακομη  και στην πατριδα μας, την Ελλαδα,  βλεπουμε συμπατριωτες μας να συμπαρατασονται σε πολιτικο κομμα με Ναζιστικη Ιδεολογια.
Η Γνωση και διδασκαλια  της Πραγματικης Ιστοριας που ξεκινα απο τα θρανια των αιθουσων  αυτου του  Σχολειου  αλλα και  των απανταχου  εκπαιδευτικων ιδρυματων ειναι αυτη που θα αποτρεψει την επαναληψη των φρικτων εγκληματων, θυματα που υπηρξαν και   οι εβραιοι το θρησκευμα μαθητες του Ιστορικου  Β’ Γυμνασιου Αρρενων Θεσσαλονικης.

Αγαπημενοι μου Συναποφοιτοι,

Σημερα  ειμαι  πολυ περηφανος και συγκινημενος  που  μνημονευονται οι χαμενοι μαθητες και τιμαται το περασμα τους απο το Σχολειο μας  με αυτην την  σημειολογικη εκδηλωση  απο τον Συλλογο αποφοιτων ”ΙΚΤΙΝΟΣ’  στην ιδρυση του οποιου   η ταξη μου  πρωτοστατησε.

Σας Χαιρετω και σας ευχαριστω για την δικαιωση αυτη εκ μερους-ας μου επιτραπει - των παιδιων με τα “ διαφορετικα ονοματα”, που μορφωθηκαν απο τους πολυ αξιολογους καθηγητες που διαχρονικα  υπηρετησαν την παιδεια σ’αυτο το σχολειο,ζησανε την μαθητικη τους ζωη  στις ιδιες αιθουσες ,καθισανε  στα ιδια θρανια  οπως  κι εμεις ,  αλλα δυστυχως  το νημα της ζωης τους κοπηκε βιαια και  δεν ειχαν την ιδια τυχη με ολους εμας των μεταπολεμικων γενεων που αποφοιτησαμε απο το αγαπημενο μας ΔΕΥΤΕΡΟ.

Μεναχεμ-Μισελ Ρ.
ταξη 69/3ον τμημα.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

The Documentation of the Holocaust in Greece˟


(Η τεκμηρίωση του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα)


In memory of  David Tiano[1] 

         Ο σπουδαίος Σαλονικός ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης, αναφερόμενος το 1955 στην καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, απόσωνε ένα ποίημα του με τον τίτλο ΟΤΑΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΑ (από την ποιητική του συλλογή Συνέχεια 2) με τις παρακάτω σπαρακτικές συνδηλώσεις:

Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί

                                  Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία

          Η Γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί που ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1933 και ολοκληρώθηκε σχεδόν με το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο σφράγισε την φυσιογνωμία του 20ου αιώνα, αλλά αποτέλεσε χρονικό σημείο καμπής του ανθρώπινου είδους. Μια ρήξη πολιτισμική, η οποία εκδηλώθηκε με τον βιομηχανικό αφανισμό, την καταστροφή εκατομμυρίων Εβραίων, απ’  άκρου εις άκρον της Ευρώπης, κι έκτοτε σημάδεψε τη συνείδηση του μεταπολεμικού ανθρώπου.

         Ο διωγμός των Εβραίων της Ελλάδας, ο οποίος συνέβη στο μεσοδιάστημα από τα τέλη του Χειμώνα του 1943 μέχρι την Άνοιξη του 1944, ως μέρος του ναζιστικού σχεδίου της εξόντωσης των Εβραίων όλης της Ευρώπης, απέδωσε εξαιρετικά επιτυχή αποτελέσματα, αφού τα ποσοστά εξόντωσης στην ελλαδική περίπτωση υπολογίζονται ανάμεσα στα υψηλότερα της Ευρώπης.     

 

        Στην εισήγηση μου, όπως υποψιάζεται κανείς από τις συνδηλώσεις του Ποιητή και τον τίτλο της Εισήγησης, θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το περίγραμμα της μετάβασης από την αμήχανη μεταπολεμική σιωπή της ιστοριογραφίας στην πρόσφατη περιπέτεια της ανάδυσης της μνήμης της Γενοκτονίας ως ιστορικού γεγονότος, για να επικεντρώσω στη συνέχεια σε ζητήματα τεκμηριωτισμού του γεγονότος μέσα από τους αριθμούς.

        Οφείλω όμως προεισαγωγικά να σχολιάσω ένα ζήτημα που δεν είναι μόνο ορολογικής φύσης.

        Χρησιμοποίησα στον τίτλο της εισήγησης μου τον όρο Ολοκαύτωμα, προκρίνοντας τον αντί άλλου ή άλλων, διότι είναι ο τρέχων και συνηθέστερος αλλά και πιο αναγνωρίσιμος όρος διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα.

        Ο αγγλικός όρος Holocaust, ανασύρθηκε από την αμερικανική βιβλιογραφία, πέρασε στην ελληνική βιβλιογραφία και συνείδηση ως Ολοκαύτωμα, και υπό την διεθνή εμπειρία της διαδεδομένης χρήσης του όρου αυτού, να θεωρείται πλέον σε ένα ευρύτερο κοινό ονομασία συνώνυμη του γεγονότος. Δεν παύει όμως να είναι ένας όρος ατυχής ή αλλιώς μη δόκιμος, διότι ως όρος παραπέμπει σε τελετουργική θυσία θρησκευτικού τύπου, όμως η ευρεία χρήση του από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εννοιοδοτεί πλέον τη ναζιστική γενοκτονία και καθιερώθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μετά την τεράστια επιτυχία της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς που προβλήθηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη το 1979.

          Ένας άλλος όρος, η λέξη Σοά, η οποία σημαίνει στα εβραϊκά «καταστροφή», καθιερώθηκε ως όρος που περιγράφει το Ολοκαύτωμα από τους ίδιους τους Εβραίους, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '40. Παρά τις θρησκευτικές του αποχρώσεις, ο όρος αυτός προτιμάται από πολλούς για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και διότι το Ολοκαύτωμα (ως όρος) είναι δυνητικά προσβλητικός από θεολογικής άποψης.

         Αντί αυτών, ο όρος Γενοκτονία, παρά τις καταχρήσεις τις οποίες υφίσταται στην καθημερινή και δημοσιογραφική γλώσσα, προκρίνεται μάλλον ως περισσότερο ικανοποιητικός, καθώς αποτυπώνει πιστότερα το γεγονός. Όπως επίσης και ο όρος Καταστροφή που εισήχθη στη βιβλιογραφία από τον Raul Hilberg το 1961.

         Εγώ συνειδητά θα αποφύγω στο κείμενο μου τον αδόκιμο όρο και θα χρησιμοποιήσω ως εναλλακτικούς όρους εννοιοδότησης του γεγονότος τους όρους Γενοκτονία, Καταστροφή αλλά και Διωγμός καθώς και μετωνυμικούς όρους, όπως Τελική Λύση και Άουσβιτς. 

   

        Η ανάδυση της μνήμης της Γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης (γενικότερα) διήνυσε μετά το 1945 παντού στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα) αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μια μακρά διαδρομή δυσπιστίας, σιωπής, φόβου κι ενοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις τα παρήγαγαν ή (και) επέβαλαν τα εγχώρια ταμπού και οι εξωτερικοί καταναγκασμοί της πολιτικής (στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία) και της γεωπολιτικής (ο παγκόσμιος ψυχρός πόλεμος). Οι επιζώντες αρνούνταν να μιλήσουν, προκρίνοντας ως ανάγκη, μέσα από τη λήθη, την επούλωση των τραυμάτων, ενώ και η ιστοριογραφική έρευνα διεθνώς ακολούθησε παράλληλη πορεία με τις σιωπές των επιζώντων – με διάσπαρτες ωστόσο εξαιρέσεις. Η απώθηση από τη μία και η δυσπιστία από την άλλη, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, προκάλεσαν ένα τεράστιο κενό στην ιστοριογραφία. Λίγα έργα μαρτυρίας κι ακόμα λιγότερα ιστοριογραφικής προσέγγισης βλέπουν το φως της δημοσιότητας την εποχή αυτή. Η απουσία της καταστροφής των Εβραίων ή η χωριστή πραγμάτευση του, τόσο στα ιστοριογραφικά κείμενα όσο και σε έργα μυθοπλασίας, απηχεί μια υποσυνείδητη θέση ότι η ιστορία των Εβραίων πολιτών της Ευρώπης είναι υπόθεση των Εβραίων κι όχι αναπόσπαστο τμήμα της ιστοριογραφικής συνέχειας της εθνικής ιστορίας. Κι αυτό αποτυπώνεται με ενάργεια σε μια ευρεία γκάμα κειμένων, όπου κυριαρχεί το αντιθετικό ζεύγος: Εμείς οι Χριστιανοί ως μια κοινή ιστορική ταυτότητα και οι Άλλοι ως μια άλλη κοινή ιστορική ταυτότητα. Όπως επίσης είναι γεγονός ότι ο διωγμός και η γενοκτονία προηγήθηκαν ως ιστορικές αφηγήσεις σε αφηγηματικά κείμενα κυρίως λογοτεχνικού χαρακτήρα, πριν αποφασίσει η ιστοριογραφία να σπάσει δειλά τα ταμπού της ιστορίας και να επανεγγράψει στη δημόσια ιστορία τις περιπέτειες των Εβραίων πολιτών και πάλι όμως όχι πάντοτε αναπόσπαστα σε σχέση με την τύχη των μη Εβραίων πολιτών της κατεχόμενης Ευρώπης.

        Η αδράνεια αυτή κράτησε περίπου τριάντα πέντε χρόνια μέχρις ότου οι ίδιοι οι επιζώντες αποπειραθούν να σπάσουν σιωπές δεκαετιών και μέχρις ότου η ιστοριογραφία αξιοδοτήσει την καταστροφή των Εβραίων ως γεγονός και το θεσμοποιήσει σε ένα συστηματικότερο επιστημονικό πλαίσιο.

        Ως τότε η ελληνική αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία ήταν εξαιρετικά πενιχρές σε σχετικούς τίτλους. Ήταν χαρακτηριστικό της βιβλιογραφικής ένδειας ότι, όταν η Hannah Arendt δημοσίευε το 1963 το βιβλίο της Eichmann in Jerusalem, μπορούσε να ανατρέξει μόνο σε δύο δημοσιευμένες στην αγγλική ακαδημαϊκές μελέτες, εκείνη του Gerald Reitlinger με τίτλο The Final Solution και το σύγγραμμα του Raul Hilberg με τίτλο The Destruction of the European Jews, το οποίο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι ένα αξεπέραστο και μοναδικό στο είδος του ακαδημαϊκό έργο αναφοράς.

        Μπορεί η αμερικανική ιστοριογραφία να στάθηκε περισσότερο τολμηρή σε σχέση με την αμήχανη ευρωπαϊκή και να έδωσε, ήδη από τη δεκαετία του 1950, πλουσιότερη βιβλιογραφία γύρω από το θέμα της γενοκτονίας, πιθανόν όμως αυτό οφείλεται στο ότι η γενοκτονία δεν συντελέστηκε στο έδαφος της αλλά ήταν μια ευρωπαϊκή υπόθεση.

        Την ίδια χρονική περίοδο στην ελληνική βιβλιογραφία μπορούσε κανείς να εντοπίσει μόλις δύο ιστοριογραφικές μελέτες όλο και όλο, του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη με τον τίτλο Οι διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι 1941-1944, επί τη βάσει των μυστικών αρχείων των Ες-Ες, που εκδόθηκε το 1969 και τη μετάφραση του μνημειώδους έργου των Μίχαελ Μόλχο και Ιωσήφ Νεχαμά με τον τίτλο In Memoriam, το οποίο, αν και πρωτοεκδόθηκε στη γαλλική όμως γλώσσα το 1948-1949 από την ΙΚΘ, θα μεταφραστεί στην ελληνική μόλις το 1973.

        Μέχρι το 1984 το πλουσιότερο σώμα πληροφοριών γύρω από τις ναζιστικές διώξεις σε βάρος Εβραίων στον ελλαδικό χώρο προερχόταν από τη διεθνή βιβλιογραφία. Το υλικό αυτό που περιλάμβανε αυτοτελείς μελέτες που κάλυπταν την περίοδο από το 1944 έως το 1984, κατέγραψε σε κριτική βιβλιογραφία του ο  Steven Bowman με τον τίτλο Οι Εβραίοι στην Ελλάδα την εποχή του πολέμου και περιλαμβάνει δημοσιεύματα στα εβραϊκά από το Μουσείο Διαφύλαξης της Μνήμης του Ολοκαυτώματος, το Yad Vashem, αδημοσίευτες διατριβές που βασίζονταν στα αρχεία του Yad Vashem, εκθέσεις και απομνημονεύματα χειρόγραφα και δακτυλόγραφα στα ίδια αρχεία, δημοσιεύσεις σε ισπανικά και γαλλικά περιοδικά για τους σεφαραδίτες, πολυάριθμα δημοσιεύματα, κυρίως στα αγγλικά αλλά και στα γαλλικά και στα εβραϊκά και ελάχιστα στα ελληνικά.     

         Στο πεδίο των μαρτυριών των επιζώντων, η ελληνική βιβλιογραφία πολύ νωρίς, μόλις το 1948, δίδει στο φως την μαρτυρία του Ισαάκ Ματαράσσο με τον τίτλο Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν, για να ακολουθήσει τρεις σχεδόν δεκαετίες μετά, το 1974, μια ακόμα μαρτυρία του Αλβέρτου Μενασσέ, με τον τίτλο Birkenau Auschwitz II. Την ίδια περίοδο σποραδικές είναι και οι εμφανίσεις λογοτεχνικών κειμένων μη Εβραίων συγγραφέων με θεματολογία από το δράμα των Ελλήνων Εβραίων στην Κατοχή.

         Πάντως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε αρχίζουν να συναντώνται σποραδικά η νεοελληνική ιστοριογραφία με το εβραϊκό στοιχείο, κυρίως στα ζητήματα και στην έρευνα των δομών συνύπαρξης του εβραϊκού στοιχείου με τις άλλες κοινότητες του ελλαδικού χώρου, εκδηλώνεται δειλά το ενδιαφέρον και για την καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας, με την έκδοση νέων μαρτυριών και μεταφράσεις έργων, για να πυκνώσει και ξεσπάσει στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και σε όλη την διάρκεια της μια εκδοτική έκρηξη, με την έκδοση αυτοτελών μελετών και μαρτυριών επιζησάντων και την διοργάνωση συμποσίων με θεματικές που περιστρέφονταν αποκλειστικά στις διώξεις των Ελλήνων Εβραίων και την καταστροφή τους.

          Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, με δυναμικό  νέων επιστημόνων, μέσα από το πλήθος των συμποσίων και των ημερίδων και την δημοσίευση των σχετικών πρακτικών, ανέδειξε επιμέρους ζητήματα των διωγμών των Ελλήνων Εβραίων, ενώ εμβάθυνε ουσιαστικά και σε ζητήματα μνήμης και διαλόγου της ιστορίας και των συμφραζόμενων του σήμερα με την ιστορική μνήμη. Ωστόσο, η συστηματική έρευνα των δομών της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα με εκτενείς αναφορές στις διώξεις σε βάρος των Ελληνοεβραίων, θα συστηματοποιηθεί από το 1994 και μετά μέχρι σήμερα, με την έκδοση των εξαιρετικών συγγραμμάτων του Mark Mazower με τον  τίτλο Στην Ελλάδα του Χίτλερ και χρόνια μετά με την Θεσσαλονίκη-Πόλη των φαντασμάτων καθώς και του Hagen Fleischer με το δίτομο έργο του Στέμμα και σβάστικα. Θα πρέπει κανείς να σταθεί και στη σημαντική συμβολή της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, υπό την επιμέλεια της οποίας εκδόθηκαν πολλές από τις μαρτυρίες επιζησάντων, αλλά και στον τρόπο που ανέδειξε και αξιοδότησε τη μαρτυρία ως πολύτιμο ιστοριογραφικό εργαλείο.

 

         Η συνέχεια ήταν πλουσιότατη σε παραγωγή, ενώ στη σχετική προβληματική εισέρχονται όλο και πιο πυκνά μη Εβραίοι Έλληνες ιστορικοί. Η Φωτεινή Τομαή και ο Θάνος Βερέμης αξιοποιούν και δημοσιεύουν τα ιστορικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, άλλοι ακαδημαϊκοί ιστορικοί, όπως ο Γιώργος Μαργαρίτης, ο Στράτος Δορδανάς κ.ά εστιάζουν σε διάφορες εκφάνσεις του διωκτικού φαινομένου και σε θέματα που σχετίζονται με τα «ταμπού» και τη στάση του μη εβραϊκού πληθυσμού την εποχή των διώξεων σε βάρος των Εβραίων, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ανακαλύπτεται κι αξιοδοτείται ο ανεξάντλητος κόσμος των μικροϊστοριών,  δηλαδή οι ιστορίες των υποκειμένων αλλά και των τοπικών κοινωνιών που  συνθέτουν ως επιμέρους φαινόμενα το όλον, το γενικό. Το οποίο, σαν μια κατ’  αρχήν απόφανση, μας είναι ήδη γνωστό, αλλά αγνοούσαμε πως αναπτύχθηκε στα σπλάχνα του, στο υπογάστριο του, στην ελληνική επαρχία και στα κατ’  είδος πρόσωπα που βίωσαν το κατοχικό γεγονός.

        Σε αυτά τα έργα και πολλά ακόμα που παραλείπω, δίχως οποιαδήποτε διάθεση υποτίμησης της συμβολής τους, φωτίζονται αθέατες όψεις μιας κρίσιμης εποχής που σημάδεψε την τύχη του ελληνικού εβραϊσμού οριστικά. Κοντά σε αυτές τις εκδόσεις ένα περιβάλλον ευάριθμων εκδόσεων κι αυτοεκδόσεων, που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στις τοπικές κοινότητες, συμπληρώνουν ικανοποιητικά την εικόνα της εξεταζόμενης περιόδου μέσα από τις διαδρομές των επιμέρους τοπικών κοινωνιών, ενώ πλήθος μεταφράσεων σημαντικών ξένων ερευνητών και ιστοριογράφων σχεδόν εξαντλεί την γνώση μας για τις ναζιστικές δομές και τον τρόπο  οργάνωσης και λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Απαραίτητη όμως και η αναφορά στα δοκίμια Ελλήνων και ξένων διανοουμένων που ωρίμασαν τη σκέψη στα ζητήματα διαλόγου της ιστορίας και της μνήμης με πυρήνα σκέψης το γεγονός της γενοκτονίας.

         Όλο αυτό το σώμα βιβλίων, μελετών, κειμένων και δημοσιευμάτων, συνιστούν πλέον ένα αξιοπρεπές corpus, το οποίο μας δίδει μια εξαιρετικά ικανοποιητική εικόνα του διωκτικού φαινομένου και ειδικότερα της καταστροφής του εβραϊσμού της Ελλάδας. Οι ερευνητές που άνοιξαν στις τελευταίες δύο δεκαετίες έναν γόνιμο επιστημονικό διάλογο φώτισαν αθέατες όψεις του ναζιστικού διωγμού σε βάρος των Εβραίων, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνον στην εκτόπιση και την εξόντωση αλλά εξετάζονται, ανετότερα πλέον, και άλλες παράμετροι που συνυφαίνονται με τις ναζιστικές διώξεις, όπως η στάση του μη εβραϊκού πληθυσμού, ο δοσιλογισμός, η υφαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών και η μεταπολεμική τύχη τους, όπως επίσης οι νομοθετικές σιωπές ή οι νομοθετικές πρωτοβουλίες γύρω από ζητήματα επιστροφής περιουσιών, τιμωρίας των δοσίλογων και των εγκληματιών πολέμου. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι στην προσπάθεια να εξηγηθεί και να κατανοηθεί ο γενοκτονικός μηχανισμός, οι ερευνητές προσέκρουαν σε μια αντικειμενική αδυναμία: οι Ναζί εξοντώνοντας τους Εβραίους, εξαφάνισαν και κάθε ίχνος της ανάμνησης τους (αρχεία Κοινοτήτων, βιβλιοθήκες, καταγραφές των στρατοπέδων συγκέντρωσης κ.ά). Και κυρίως προσέκρουαν στην αντικειμενική αδυναμία να καταγράψουν την οριακή εμπειρία αυτού που εξοντώθηκε.

         Τα έργα αυτά αξιοποίησαν ένα ευρύ φάσμα πηγών: αρχεία Κοινοτήτων, όπου κι όπως αν σώθηκαν αυτά, αρχειακές διαθεσιμότητες του Υπουργείου Εξωτερικών, άλλων υπηρεσιών ή οργανισμών, έμμεσες πηγές (δικαστικά αρχεία, κτηματολογικές εγγραφές, δημοτικά αρχεία κ.ά), φωτογραφικές απεικονίσεις, εφημερίδες εποχής, παράνομος τύπος, ιδιωτικά αρχεία, ημερολόγια, αλληλογραφία και κυρίως τις προφορικές συνεντεύξεις ή γραπτές μαρτυρίες των επιζώντων είτε των στρατοπέδων ή γενικά του διωγμού, οι οποίες, παρά τις αμφισβητήσεις που διατυπώνονται διεθνώς για την αξιοπιστία τους ως τεκμηρίων (και είναι ένας διάλογος που ακόμα δεν έχει κοπάσει), εξακολουθούν να αποτελούν βασικό μεθοδολογικό εργαλείο αντίληψης του διωκτικού φαινομένου, αποτύπωσης του, αναπαράστασης του και ερμηνείας των διωκτικών μηχανισμών.

         Κοντά στις μαρτυρίες των επιζώντων, σημαντικό είναι να τονιστεί ότι στην προσπάθεια για την συνολική αναπαράσταση του γεγονότος της γενοκτονίας, σημαντική στάθηκε η συμβολή και των μαρτυριών των «θεατών» (των «bystanders»), όπως εισήγαγε τον όρο πρώτος ο Hilberg. Αν οι Εβραίοι μάρτυρες των διωγμών περιορίζονται, κατά βάση και υπό την πίεση των γεγονότων, στα περιστατικά που τους αφορούν, προσφέροντας μας όμως έτσι μια πρωτότυπη γνώση του διωκτικού γεγονότος, οι «θεατές» έχουν την ευχέρεια να αποτυπώσουν συνολικά το κλίμα της εποχής. Και τούτη η ιδιαιτερότητα κάνει τη μαρτυρία τους ακόμα πιο σημαντική, διότι η διαφορά από τους άλλους έγκειται στο ότι εδώ «ο μάρτυρας με την έννοια του θεατή μιας πράξης ταυτίζεται με τον μάρτυρα που θυσιάζεται», όπως διεισδυτικά επισήμανε ο Ρουμάνος πεζογράφος Vasile Androu στο μυθιστόρημα του Τα πετεινά του ουρανού.

 

          Ωστόσο, παρά την ικανοποιητική εικόνα που έχουμε σήμερα, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα που πρέπει να διανυθεί. Οι υπάρχουσες διαθεσιμότητες δεν έχουν εξαντληθεί ερευνητικά, είτε αφορούν την Θεσσαλονίκη είτε μικρότερες πόλεις της Ελλάδας με προπολεμικό εβραϊκό πληθυσμό, παρά τις επιμέρους δυσχέρειες πρόσβασης στο διαθέσιμο υλικό ή και πολλές φορές την αποσπασματικότητα του υλικού λόγω της απώλειας ή της καταστροφής μεγάλου μέρους αυτού.

         Επιπλέον, οι ερευνητές βρίσκονται μπροστά σε νέες αρχειακές προκλήσεις: λ.χ. ο επαναπατρισμός του αρχείου της ΙΚΘ που φυλασσόταν για πάνω από 65 χρόνια στη Μόσχα. Πρόκειται για ένα ογκώδες υλικό που είχαν αρπάξει οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής το 1941 και το οποίο αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου περιήλθε στην κατοχή των Σοβιετικών και παρέμενε στο Ρωσικό Στρατιωτικό Αρχείο επί πολλά χρόνια ξεχασμένο. Ο εντοπισμός του δεν θα γινόταν γνωστός εάν δεν συνέβαιναν τα συγκλονιστικά γεγονότα της πτώσης του Τείχους και οι αλλαγές στην άλλοτε Σοβιετική Ένωση, που ευνόησαν την πρόσβαση σε νέες –άγνωστες ως τότε- αρχειακές διαθεσιμότητες τόσο στη Ρωσία όσο και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εβραϊκά αρχεία άλλων χωρών που φυλάσσονταν στη Μόσχα έχουν ήδη επιστραφεί (Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία, Ολλανδία).

         Το υλικό του Ελληνικού Εβραϊκού Αρχείου αριθμεί 350 φακέλους για τη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων οι 200 αφορούν άλλες ελληνικές εβραϊκές κοινότητες. Δημόσια έγγραφα, αλληλογραφία της Κοινότητας με φορείς της πόλης, πίνακες μετοχών, κτηματόγραφα, δηλώσεις γάμων, βαπτίσεων και θανάτων αποτελούν έναν αφάνταστο θησαυρό γνώσεων για την παρουσία των Εβραίων πριν εξοντωθούν στα στρατόπεδα του θανάτου στην Πολωνία, όπου εκτοπίστηκαν δεκάδες χιλιάδες μέλη της Κοινότητας.     

         Κι αν το αρχείο αυτό φωτίζει προπολεμικές όψεις της Κοινότητας της Θεσσαλονίκης κι εμμέσως κι άλλων Κοινοτήτων, εκατομμύρια αντίγραφα αρχείων των Ναζί μεταφέρονται μέσω ψηφιακής επεξεργασίας σε μουσεία για το Ολοκαύτωμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, στο πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας για το άνοιγμα του ογκώδους αρχείου του Bad Arolsen υπό την επίβλεψη της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC).

        Στα 47 εκατομμύρια αρχεία που φυλάσσονται στο Bad Arolsen της Κεντρικής Γερμανίας περιλαμβάνονται οι ναζιστικές καταγραφές για τα θύματα της θηριωδίας, τους ανθρώπους που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία, τα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τους πολιτικούς κρατούμενους.

        Τα αρχεία που φυλάσσονται στο Bad Arolsen συγκεντρώθηκαν από στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές των Ναζί με τη λήξη του Β’  Παγκοσμίου Πολέμου. Με γκρίζα, γραφειοκρατική γλώσσα οι Ναζί κρατούσαν στοιχεία για τα πάντα, από τον αριθμό των ψειρών στο κεφάλι ενός κρατούμενου έως την ακριβή στιγμή της εκτέλεσής του.

        Βάση τεκμηρίωσης για τους 30 εκατομμύρια φακέλους του Bad Arolsen, που αφορούν σε 17,5 εκατομμύρια θύματα της ναζιστικής θηριωδίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το αρχείο του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού από το 1943. Το 1946 τα αρχεία αυτά με απόφαση των δυτικών συμμάχων μεταφέρθηκαν στο Bad Arolsen, το οποίο γεωγραφικά βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των τότε ζωνών κατοχής στη Γερμανία.

        Το 1955 υπεγράφη από 11 κράτη η «Συνθήκη της Βόννης», η οποία και όριζε την τύχη αυτού του αρχείου. Η συνθήκη προέβλεπε ότι θα διαχειρίζεται το αρχείο η Διεθνής Υπηρεσία Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού (ITS), η οποία εξουσιοδοτήθηκε να δίνει πληροφορίες μόνο για την τύχη των θυμάτων του ναζισμού, χωρίς όμως άμεση και προσωπική πρόσβαση σε αυτά. Απέκλειε μάλιστα πλήρως την πρόσβαση σε ιστορικούς και δημοσιογράφους. Ήδη η προσβασιμότητα έχει διευκολυνθεί, όχι όμως δίχως προσκόμματα.

        Ο συγκεκριμένος όρος τέθηκε, διότι, κατά την εκτίμηση των εκπροσώπων των 11 κρατών, το περιεχόμενο των αρχείων ήταν «άκρως απόρρητο», επειδή συμπεριλάμβαναν «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα». Τα 11 κράτη που υπέγραψαν τη συνθήκη ήταν: οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, το Ισραήλ, η Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Ελλάδα.

 

       Ένα από τα πλέον θολά ακόμα ζητούμενα της εξεταζόμενης εποχής αποτελεί ήδη από την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του Raul Hilberg The destruction of the European Jews, το 1961, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων της γενοκτονίας των Εβραίων. Είναι αλήθεια ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι κανείς ακριβής για τον συνολικό αριθμό. Το υλικό που αφαίρεσαν από τις εβραϊκές κοινότητες και σε κάποιες των περιπτώσεων κατέστρεψαν οι Ναζί, κι αποτύπωνε την προπολεμική κατάσταση των Κοινοτήτων, κυρίως στα δημογραφικά τους δεδομένα, ασφαλώς θα διευκόλυνε τον επιστήμονα μεταπολεμικά στην ακριβέστερη καταγραφή του μεγέθους της καταστροφής σε ζωές και περιουσίες.

        Όπως σχεδόν παντού στον ευρωπαϊκό χώρο, έτσι και στην Ελλάδα οι εκτιμήσεις τόσο για τον οριστικό αριθμό του εβραϊκού πληθυσμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και για τα ποσοστά απωλειών ποικίλουν από ερευνητή σε ερευνητή, ανάλογα με τα ερευνητικά-μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποίησε για την εξαγωγή συμπερασμάτων, χωρίς ωστόσο να παρεκκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους.

        Το βέβαιο είναι πως οποιαδήποτε εκτίμηση κι αν υιοθετηθεί, το ποσοστό εξόντωσης των Εβραίων της Ελλάδας ήταν ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης.

        Ενδεικτικά των διακυμάνσεων των ποσοστών αναφέρω τα ακόλουθα παραδείγματα:

        Στο πρώτο βιβλίο αναφοράς της διεθνούς βιβλιογραφίας, στο The destruction of the European Jews, ο Hilberg αναφερόταν σε 60.000 Έλληνες Εβραίους που χάθηκαν και πιθανόν σε 12.000 επιζώντες, οπότε σύμφωνα με τον Hilberg, οι απώλειες ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 80% του προπολεμικού πληθυσμού της.

        Η πιο πρόσφατη (το 1995) και επικεντρωμένη στην Ελλάδα μελέτη του Hagen Fleischer, Στέμμα και Σβάστικα-Η Ελλάδα της Κατοχής, επιβεβαιώνει grosso modo τους αριθμούς του Hilberg. Συγκεκριμένα, ο Fleischer αναφέρεται σε εβραϊκό πληθυσμό 70.000-72.000 Ελλήνων Εβραίων (μαζί με τα Δωδεκάνησα), από τους οποίους 58.885 εκτοπίστηκαν και σε 2.000 επιζώντες που επέστρεψαν. Συνεπώς, υπολογίζει τον αριθμό των θυμάτων των στρατοπέδων σε 56.885 άτομα κι έτσι το ποσοστό απωλειών ανέρχεται σε 79% του προπολεμικού πληθυσμού.

       Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδας αποκλίνει αισθητά από αυτές τις εκτιμήσεις. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις του ΚΙΣ ο προπολεμικός πληθυσμός ανερχόταν σε 77.377 άτομα, ενώ ο μεταπολεμικός σε 1.226 άτομα και με βάση τον υπολογισμό αυτό το ποσοστό απωλειών υπολογίστηκε στο 86,7% του προπολεμικού πληθυσμού. Πλην όμως δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής και της επαναξιολόγησης ότι αυτά τα στοιχεία προέρχονται από την πρώτη επίσημη καταγραφή του ΚΙΣ για όλες τις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Η απογραφή αυτή έγινε από υπαλλήλους των κατά τόπους Κοινοτήτων το 1946, είναι η παλαιότερη που απόκειται στα αρχεία του ΚΙΣ και διεκπεραιώθηκε στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, δίχως νεότερη έρευνα επαλήθευσης.

         Ο Mark Mazower, στο έργο του Στην Ελλάδα του Χίτλερ, που εκδόθηκε το 1994,  στρογγυλεύει κάπως τους αριθμούς, αφού αναφέρεται σε 70.000 πληθυσμό, σε 10.000 επιζώντες, άρα σε ποσοστό εξόντωσης της τάξης του 85,7%.

         Θα πρέπει ωστόσο να σχολιάσουμε ότι τα τελικά ποσοστά επηρεάζονται και από άλλες αριθμητικές παραμέτρους:

         Οι Εβραίοι-θύματα των ναζιστικών διώξεων διακρίνονται, σύμφωνα με την περισσότερο παραδεδεγμένη έννοια του θύματος των ναζιστικών διώξεων, σε τρεις κατηγορίες:

        - σ’ αυτούς που συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν μαζικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,

        - σ’ αυτούς που συνελήφθησαν στις πόλεις κατοικίας τους ή σε άλλες περιοχές (πριν ή μετά τις μαζικές συλλήψεις) κι εκτελέστηκαν καθώς και σε αυτούς που συνελήφθησαν ως μέλη αντιστασιακών ομάδων κι εκτελέστηκαν ή στην προσπάθεια τους να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή

        - και σ’ αυτούς που υπέκυψαν στις κακουχίες ή σε ασθένειες εξαιτίας των ναζιστικών διώξεων, με απώτερο χρονικό σημείο ένταξης στην κατηγορία αυτή τον Οκτώβριο του 1945.

        Το απώτατο αυτό χρονολογικό όριο τέθηκε ευλόγως, διότι είχε παρατηρηθεί γενικά ότι σε πολλές περιπτώσεις επιζώντων, οι κακουχίες ή οι ασθένειες από τις διώξεις εκδηλώθηκαν κι εξελίχθηκαν σε θάνατο αρκετούς μήνες ή ακόμα και χρόνο μετά την απελευθέρωση ή την επιστροφή και ορθά υποστηρίχθηκε η υιοθέτηση αυτού του συμβατικού χρονικού ορίου ως τεκμηρίου ένταξης ή μη στην έννοια του θύματος των ναζιστικών διώξεων.

 

        Ο μεταπολεμικός εβραϊκός πληθυσμός αποτελούνταν από τους 2.000 περίπου επιζώντες των στρατοπέδων και όσους κατάφεραν να αποφύγουν την εκτόπιση είτε γιατί ενσωματώθηκαν σε αντιστασιακές ομάδες είτε γιατί διέφυγαν στην ύπαιθρο είτε γιατί η κοινότητα τους διέφυγε της εκτόπισης, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ζακύνθου.

        Οι περισσότεροι Έλληνες Εβραίοι εκτοπισμένοι οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, ενώ ορισμένοι στη Τρεμπλίνκα και οι 366 ισπανικής υπηκοότητας σεφαραδίτες στο στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου και διασώθηκαν χάρη στην παρέμβαση της ουδέτερης Ισπανίας του Φράνκο.

       Το ποσοστό εξόντωσης των Εβραίων της Ελλάδας (είτε αυτό είναι 79% είτε 86,7%) είναι τεράστιο και σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, και μάλιστα πλησιάζει αυτό των χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, που περισσότερο επλήγησαν από τις διώξεις. Να θυμίσουμε λ.χ. ότι το Βέλγιο έχασε το 37% του εβραϊκού πληθυσμού του και η Γαλλία μόλις το 30%. Η Ελλάδα πλησιάζει την Ολλανδία, την μοναδική δυτική χώρα που γνώρισε υψηλότατο ποσοστό εξόντωσης (85%), αν και ήταν γνωστή για την ανεξιθρησκία της, και είχε μια καλά ενσωματωμένη κοινωνικά εβραϊκή κοινότητα, καθώς και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία.

        Εν προκειμένω και η αριθμητική έχει τη δική της ανθρωπογεωγραφία στον ελλαδικό χώρο. Ο μέσος όρος απωλειών αντιστοιχεί μεν στο σύνολο του ελληνοεβραϊκού πληθυσμού, αλλά δεν αντιστοιχεί σε καμιά συγκεκριμένη Κοινότητα, εμφανίζοντας σπουδαίες διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή (να σας αναφέρω λ.χ. δύο ακραία παραδείγματα: απώλειες 96% για τη Θεσσαλονίκη, ενώ 26% για το Βόλο και καμία για τη Ζάκυνθο).

        Τα ποσοστά επιβίωσης έχουν την δική τους γεωγραφία, στενά δεμένη με τις τρεις ζώνες Κατοχής (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) και τον χρόνο της εκτόπισης. Στα γερμανοκρατούμενα τμήματα της Ελλάδας κατοικούσαν σχεδόν τα 3/4 των Εβραίων της χώρας. Εντούτοις, οι Γερμανοί καθυστερούσαν τα σχέδια της «φυλετικής κάθαρσης», προκειμένου να πετύχουν πρώτα ένα συντονισμό με τις άλλες δυνάμεις κατοχής, τους Bούλγαρους και κυρίως τους «δύστροπους» σε αυτό το σημείο Iταλούς εταίρους τους. Εν αναμονή της ευθυγράμμισης των τελευταίων αρκέστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1942 σε «δευτερεύοντα» μέτρα, όπως ανακρίσεις, κατασχέσεις, μεμονωμένες συλλήψεις, εκτελέσεις και βεβαίως προπαγάνδα και παραπλάνηση.

         Τέλος, στην στατιστική γεωγραφία των ποσοστών εκτόπισης έπαιξε ασφαλώς καθοριστικό ρόλο κι ένας άλλος ανθρωπογεωγραφικός παράγοντας: η πολυμορφία των εβραϊκών κοινοτήτων. H εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα ήταν περισσότερο ποικιλόμορφη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης: ελληνόφωνοι «Pωμανιότες» που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, «Aσκεναζείμ» από την Ανατολική Ευρώπη και κυρίως ισπανόφωνοι Σεφαραδίτες που όλοι τους είχαν βρει άσυλο εδώ, ύστερα από αιματηρά πογκρόμ σε διάφορα μέρη της Γηραιάς Ηπείρου. H πολυμορφία αυτή, που δεν ήταν απλώς απόρροια διαφορετικής προέλευσης, αντανακλούσε επίσης τους διαφορετικούς βαθμούς κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης και συνοχής των εκάστοτε κοινοτήτων στον πληθυσμό της πλειονότητας. O παράγων αυτός σχετιζόταν άμεσα και με τις έντονες διαφορές στην ικανότητα των εβραϊκών κοινοτήτων να αντιμετωπίσουν την πιο θανάσιμη απειλή που είχαν συναντήσει στη μακρόχρονη ιστορία τους, δηλαδή τους διωγμούς εκ μέρους της ναζιστικής Γερμανίας. Συνεπώς, οι εντυπωσιακές διαφορές στα κατά τόπους ποσοστά επιβίωσης απορρέουν εν μέρει και από αυτήν τη μεταβλητή.

 

        Το πρόβλημα της εξαγωγής ασφαλών αριθμητικών συμπερασμάτων ως προς τον ακριβή αριθμό των θυμάτων της γενοκτονίας των Εβραίων από τους Ναζί, φαντάζει να είναι άλυτο.

        Το Yad Vashem, το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος, που ιδρύθηκε το 1953 με πράξη του ισραηλινού Κοινοβουλίου και με έδρα την Ιερουσαλήμ, και το οποίο έχει αναλάβει, στα πλαίσια των καταστατικών σκοπών του, την τεκμηρίωση της ιστορίας του εβραϊκού λαού κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας και τη διατήρηση της μνήμης και της ιστορίας του καθενός από τα έξι εκατομμύρια θύματα, μεταξύ των άλλων επιχειρεί ήδη από το 1955 να λύσει τους αριθμητικούς γρίφους στην προσπάθεια του να εξάγει και τεκμηριώσει τα αληθινά ποσοστά των απωλειών κατά χώρα και κοινότητα. Στα πλαίσια αυτού του κολοσσιαίου ερευνητικού προγράμματος, έχει δημιουργήσει ήδη από το 1955 μία βάση δεδομένων των ονομάτων των Εβραίων που αφανίστηκαν στη διάρκεια της γενοκτονίας, βάσει των «σελίδων μαρτυρίας» - μια μορφή δηλώσεων από επιζώντες, συγγενείς και φίλους των θυμάτων. Μέχρι σήμερα εκτιμάται ότι έχουν τεκμηριωθεί τα μισά από τα έξι εκατομμύρια θύματα της γενοκτονίας και η τεκμηρίωσή τους έχει προσαρμοστεί σε μια κεντρική βάση δεδομένων, η οποία λειτουργεί πλέον και σε ηλεκτρονική-ψηφιακή μορφή. 

         Οι δυσκολίες αυτού του φιλόδοξου project είναι κάτι περισσότερο από προφανείς και θα μου επιτρέψετε να σας μεταφέρω τη δική μου εμπειρία από τη συμμετοχή μου σε αυτό, με αφορμή την έρευνα μου για τη συγγραφή του βιβλίου «Σκιές της πόλης» που πραγματεύεται τον διωγμό των Εβραίων της Βέροιας.

        Θα χρησιμοποιήσω συνεπώς ως παράδειγμα εργασίας την περίπτωση της Κοινότητας της Βέροιας για να αναφερθώ στη συνέχεια στην πρόοδο συνολικά του έργου καταγραφής και ταυτοποίησης των Εβραίων θυμάτων στον ελλαδικό χώρο. Άλλωστε, οι ίδιες παράμετροι δυστοκίας υλικού και ταυτοποίησης ισχύουν λίγο-πολύ για όλες τις κοινότητες που υπέστησαν σημαντικές απώλειες (η Βέροια λ.χ. απώλεσε το 78% του προπολεμικού της εβραϊκού πληθυσμού).

        Έτσι λοιπόν για μεν την καταγραφή των επιζώντων, δηλαδή αυτών που διέφυγαν σε διάφορες περιοχές κι επέστρεψαν στη Βέροια, το έργο της καταγραφής τους ήταν αυτονόητα ευχερές χάρη στη συμβολή των ίδιων των επιζώντων ή των απογόνων αυτών, για την καταγραφή όμως των θυμάτων, τα οποία στη συντριπτική πλειονότητά τους εκτοπίστηκαν κι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπιρκενάου, η προσπάθεια τεκμηρίωσης και κατάρτισης ενός πλήρους καταλόγου ήταν εξαιρετικά δυσχερής.

         Στον ενιαίο (αλφαβητικό) κατάλογο θυμάτων που καταρτίστηκε με βάση τα κριτήρια αναγνώρισης ως θύματος, όπως σε προηγούμενη θέση ταξινομήθηκαν, συμπεριλήφθηκαν αυτοί που συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν μαζικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυτοί που συνελήφθησαν στις πόλεις κατοικίας τους ή σε άλλες περιοχές (πριν ή μετά τις μαζικές συλλήψεις) κι εκτελέστηκαν καθώς και σε αυτούς που συνελήφθησαν ως μέλη αντιστασιακών ομάδων κι εκτελέστηκαν ή εκτελέστηκαν στην προσπάθεια τους να διαφύγουν και σε αυτούς που υπέκυψαν στις κακουχίες ή σε ασθένειες εξαιτίας των ναζιστικών διώξεων, με απώτερο χρονικό σημείο ένταξης στην κατηγορία αυτή τον Οκτώβριο του 1945.

         Το επίπονο έργο της συλλογής ονομάτων βασίστηκε αρχικά στην κατάσταση θυμάτων που κατάρτισε το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδας σταδιακά από την επαύριον των διωγμών των Ελληνοεβραίων και εξέδωσε ως λεύκωμα με τον τίτλο Βιβλίο Μνήμης το 1979. Ωστόσο η πρώτη αυτή προσπάθεια δεν διεκδικούσε πληρότητα είτε ονομάτων είτε ιδιαίτερων στοιχείων για καθένα θύμα. Στο λεύκωμα τούτο συγκεντρώθηκαν όσα ονόματα κι όσα στοιχεία βρέθηκαν, στα οποία όμως δεν υπάρχει απόλυτη ομοιομορφία, διότι περιέχεται ό,τι βρέθηκε κι όπως τούτο βρέθηκε.

         Έπρεπε, λοιπόν, για τη βελτίωση (συμπλήρωση και διόρθωση) της πρώτης αυτής απόπειρας, να γίνει τεκμηρίωση όλων των ονομάτων (ένα προς ένα) με άλλα σωζόμενα ντοκουμέντα και με προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες και πληροφορίες.

        Προηγουμένως, ωστόσο, έπρεπε να διευκρινιστεί ο ακριβής αριθμός των μελών της εβραϊκής κοινότητας της Βέροιας και των ονομάτων τους. Δυστυχώς το αρχείο της Κοινότητας είχε χαθεί και για καλή μου τύχη μια κατάσταση των μελών της Κοινότητας, που βρέθηκε σε ιδιωτικό αρχείο και χρονολογούνταν από το 1938, αποτέλεσε πολύτιμο οδηγό, ώστε μέσω της αντιπαραβολής των καταγεγραμμένων ονομάτων με βάση τις μαρτυρίες και τις συνεντεύξεις επιζώντων με τα αντίστοιχα διαθέσιμα ονόματα που περιέχονταν στις σωζόμενες καταστάσεις των μελών της Κοινότητας να επιχειρηθεί η ταυτοποίησή τους. Πλην, όμως, οι δύο χωριστές (ανδρών και γυναικών) καταστάσεις μελών της Κοινότητας που διασώθηκαν και φαίνεται να καταρτίστηκαν από τη διοίκηση της Κοινότητας το 1938, δυστυχώς δεν ήταν πλήρεις και δεν απέδιδαν τον πραγματικό αριθμητικό πληθυσμό της, ο οποίος, σύμφωνα με τα απογραφικά στοιχεία και τις πληροφορίες που προέρχονται κυρίως από τους επιζώντες, δεν ήταν επακριβώς προσδιορισμένος, ανερχόταν ωστόσο το 1943 κατά πάσα πιθανότητα σε περίπου 600-650 άτομα. Επιπλέον, σε αυτό τον πληθυσμό είχαν προσκολληθεί την περίοδο 1941-1943 και περίπου 150-200 Εβραίοι πρόσφυγες, προερχόμενοι από περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του συνολικού εβραϊκού πληθυσμού, ο οποίος στο παραπάνω χρονικό διάστημα φαίνεται να ανερχόταν στα 750-850 περίπου άτομα. Έπρεπε, συνεπώς, επικουρικά και τεκμηριωτικά σε κάποιες περιπτώσεις, να ανατρέξω σε στοιχεία από τα μητρώα αρρένων και τις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης και θανάτου των δημοτικών υπηρεσιών.

         Σημαντικό εργαλείο για την τεκμηρίωση των ονομάτων και του πραγματικού αριθμού των θυμάτων αποδείχθηκε η βάση δεδομένων του Yad Vashem. Ωστόσο και η βάση αυτή (αν και πληρέστερη συγκριτικά με αυτήν του ΚΙΣ) αποδείχτηκε σε πολλές περιπτώσεις αρκετά προβληματική, με αποτέλεσμα η έρευνα σε αυτή την περίπτωση να δυσχεραίνεται. Οι δυσκολίες εντοπίζονταν κυρίως σε διπλοεγγραφές ή πολλαπλές εγγραφές θυμάτων (υπήρχαν, λ.χ., περιπτώσεις που ένα θύμα είχε αναφερθεί από διάφορα μέλη της ίδιας οικογένειας και είχε συνεπώς καταχωρισθεί στη βάση δύο, τρεις ή ακόμα και τέσσερις φορές) και σε αρκετές περιπτώσεις υπήρχαν εγγραφές με λανθασμένα ή διαφορετικά στοιχεία. Σε σημαντικό επίσης αριθμό περιπτώσεων διέφεραν αρκετά από τα στοιχεία που θα επέτρεπαν την ταυτοποίησή τους με βάση την κατάσταση του ΚΙΣ, την κατάσταση μελών ή άλλα διαθέσιμα ντοκουμέντα (μητρώα αρρένων, ληξιαρχικές πράξεις, ακόμα και προπολεμικοί εκλογικοί κατάλογοι).

         Μία ακόμα πηγή πληροφοριών, το «βιβλίο θανάτων» του Άουσβιτς (Auschwitz Death Registers), απέφερε στην προκείμενη περίπτωση πενιχρά αποτελέσματα, αφού από το σύνολο των καταχωρισμένων πληροφοριών μόνο μία περίπτωση θύματος προερχόμενου από την Κοινότητα της Βέροιας ταυτοποιήθηκε.

         Με αυτές τις αδυναμίες των παραμέτρων τεκμηρίωσης που μόλις αναφέρθηκαν, έπρεπε να τεκμηριώσουμε τον αρχικό κατάλογο της βάσης δεδομένων εξαντλητικά, κυριολεκτικά κάθε όνομα ένα προς ένα, με βάση όλες τις διαθέσιμες γραπτές δεξαμενές τεκμηρίωσης (ή τις γραπτές μαρτυρίες και τις προφορικές πληροφορίες από επιζώντες) για να κατορθώσουμε στο τέλος ένα υψηλότατο ποσοστό αξιοπιστίας, δίχως όμως να αποκλείονται σφάλματα σε ορισμένες περιπτώσεις και κυρίως στα στοιχεία ταυτοποίησης που επιλέχθηκαν (λ.χ., πατρώνυμα, μητρώνυμα, επαγγέλματα και κυρίως ημερομηνίες γέννησης ή ηλικίες και ημερομηνίες θανάτου). Φρονώ ωστόσο ότι τυχόν λάθη που παρεισέφρησαν κινούνται στα όρια του στατιστικού λάθους ως προς τα τελικά ποσοστά.  

          Για την ευχερέστερη αναδρομή στα ονόματα αποφύγαμε την παράθεση των στοιχείων των θυμάτων σε πίνακες.

          Από τη βάση δεδομένων του Yad Vashem επιλέχθηκαν μόνον όσοι, με βάση τα κριτήρια αναζήτησης που εισάγει η μηχανή αναζήτησής του, κατοικούσαν στη Βέροια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι από αυτούς μόνον όσοι ταυτοποιήθηκαν ως προηγούμενοι κάτοικοι της Βέροιας, ενώ για λόγους που προαναφέρθηκαν αποκλείστηκε από την έρευνα ο εβραϊκός πληθυσμός που κατέφυγε στη Βέροια εξαιτίας του πολέμου ή άλλων αιτίων την περίοδο 1941-1943.

          Στις περισσότερες των περιπτώσεων που ταυτοποιήθηκαν επαρκώς, αναφέρονται όσα στοιχεία κατορθώθηκε να συλλεγούν (πατρώνυμα, μητρώνυμα, κύρια ονόματα κι επίθετα συζύγων, ημερομηνίες γέννησης ή μόνον ηλικίες, ημερομηνίες θανάτων, επαγγέλματα κ.λπ.), είτε από την παραπάνω βάση δεδομένων είτε (και κυρίως) από τις έμμεσες πηγές που προαναφέρθηκαν.

         Πλην των περιπτώσεων, στις οποίες ο τόπος θανάτου ήταν η Βέροια ή άλλες περιοχές της Ελλάδας, στις υπόλοιπες περιπτώσεις αναφέρεται ως τόπος θανάτου γενικά το στρατοπεδικό συγκρότημα του Άουσβιτς, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του στρατοπέδου, όπου τελικά συνέβη αυτός (λ.χ., Μπιρκενάου, Άουσβιτς Ι κλπ).

         Τέλος, για καθένα από τα 460 ονόματα, που συγκεντρώθηκαν, παρατίθεται η πηγή τεκμηρίωσης της επιμέρους αναφοράς (έτσι, όπου ΚΙΣ εννοείται η κατάσταση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, όπου Yad Vashem η βάση δεδομένων του Ιδρύματος, όπου Auschwitz Death Registers η βάση δεδομένων του Μουσείου του Auschwitz και σε ορισμένες περιπτώσεις μαρτυρίες επιζώντων ή στοιχεία από την ελληνική βιβλιογραφία). Άλλες πηγές (έμμεσες), όπως οι καταστάσεις μελών της Κοινότητας, εκλογικοί κατάλογοι, μητρώα αρρένων κ.ά., που λειτούργησαν ως επιβοηθητικά εργαλεία τεκμηρίωσης, θεωρήθηκαν ως δευτερεύουσας σημασίας πηγές και γι’ αυτό δεν συμπεριλήφθηκαν.

         Μέσα από αυτή τη διαδικασία για την Κοινότητα της Βέροιας, κατορθώσαμε να καταρτίσουμε και εντάξουμε στη βάση δεδομένων του Yad Vashem 275 νέες μαρτυρίες θυμάτων από τη Βέροια, που ως τότε αγνοούνταν.

 

          Στην Ελλάδα το έργο της ταυτοποίησης και της τεκμηρίωσης των θυμάτων της γενοκτονίας, έχει αναλάβει ο «Σύλλογος Απογόνων Θυμάτων Ολοκαυτώματος-2η Γενιά», ο οποίος ιδρύθηκε το 1993 και διοικείται από οκταμελές συμβούλιο.

          Ο Σύλλογος αυτός αποτελεί επίσημο εταίρο-συνεργάτη του Yad Vashem στην υλοποίηση και ολοκλήρωση του project της τεκμηρίωσης των ονομάτων και του αριθμού των θυμάτων. Η συνεργασία ξεκίνησε το 2005 με υπεύθυνο του προγράμματος για την Ελλάδα τον Σημάκη Φρανσές.

         Συνοπτικά, η διαδικασία που ακολουθείται σύμφωνα με το project περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

         Αρχικά επιλέγεται μια ειδικότερη περιοχή της Ελλάδας για έρευνα. Το Yad Vashem προωθεί στον υπεύθυνο του προγράμματος ένα ηλεκτρονικό φύλλο επεξεργασίας όπου είναι καταχωρισμένα όλα τα ονόματα που είναι ήδη καταχωρισμένα στην βάση δεδομένων του Yad Vashem και με δηλωμένη μόνιμη κατοικία την επιλεγείσα περιοχή.

        Το δεύτερο στάδιο αφορά την επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων. Τα δεδομένα του Yad Vashem γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας, μετατρέπονται σε λατινικούς χαρακτήρες με τους προτιμώμενους κατά περίπτωση όρους, καταχωρίζονται αλφαβητικά και ομαδοποιούνται κατά οικογένειες.

        Στο τρίτο στάδιο του έργου, ακολουθείται η εξής διαδικασία: ερευνάται η ύπαρξη καταλόγου με όλα τα θύματα της επιλεγείσας περιοχής και με τόπο κατοικίας την περιοχή αυτή κι αξιοποιούνται διάφορες διαθέσιμες πληροφορίες, μνείες κι αναφορές καθώς και συνεντεύξεις με επιζώντες του διωγμού από την ίδια περιοχή. Τα θύματα καταγράφονται και πάλι με λατινικούς χαρακτήρες, καταχωρίζονται αλφαβητικά και ομαδοποιούνται κατά οικογένειες.

         Στο επόμενο και τελικό στάδιο γίνεται η σύγκριση και η αξιολόγηση των διαφορών μεταξύ των δύο καταστάσεων (την αρχική του Yad Vashem και αυτής που καταρτίζει η ομάδα εργασίας). Για τα θύματα που δεν ήταν καταχωρισμένα και ανακαλύφθηκαν μέσα από την έρευνα και τη συλλογή, καταρτίζεται μια νέα σελίδα μαρτυρίας από τον υπεύθυνο του προγράμματος ή τους συνεργάτες της ομάδας εργασίας, ενώ παράλληλα διεξάγεται και μια έρευνα για τον εντοπισμό συγγενούς του θύματος. Εφόσον βρεθεί καταχωρίζονται στη σελίδα μαρτυρίας τα στοιχεία του και στη συνέχεια το ίδιο πρόσωπο την υπογράφει. Σε διαφορετική περίπτωση την σελίδα μαρτυρίας υπογράφει εκπρόσωπος της Κοινότητας (εφόσον υφίσταται).

        Μέχρι σήμερα θεωρούνται ολοκληρωμένες οι εργασίες ταυτοποίησης και τεκμηρίωσης των θυμάτων που προέρχονταν από τις Κοινότητες της Λάρισας, της Χαλκίδας, των Τρικάλων, του Βόλου, της Βέροιας, της Άρτας και των παιδιών της Κέρκυρας.

         Σε εξέλιξη βρίσκεται το έργο που αφορά την καταγραφή των θυμάτων που προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την Κρήτη και την Καστοριά.

         Συνολικά, προωθήθηκαν στο Yad Vashem για καταχώριση τους στη βάση δεδομένων 1.039 νέες σελίδες μαρτυρίας καθώς και ένα CD με 35.000 ονόματα θυμάτων από τη Θεσσαλονίκη –μια σπουδαία, μακρόχρονη και επίπονη εργασία του επιζώντα Χάϊντς Κούνιο.

 

        Θα ήθελα να κλείσω την εισήγηση μου επιστρέφοντας στα λόγια του ποιητή:

Πως τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί;

         Πίσω από τους αριθμούς κρύβεται ένα όνομα. Πίσω από τον αριθμό του, το κάθε όνομα διηγείται μέσα από την ελλειπτικότητα των στοιχείων του μια ιστορία, τη δική του σύντομη ή μακρά προπολεμική ιστορία, και μέσα από τη σιωπή του την τραγική του κατάληξη.

         Με αφορμή αυτό θα ήθελα να πω και το εξής: Η διαδικασία της ταυτοποίησης των θυμάτων στάθηκε μια εξαιρετικά οδυνηρή διαδικασία για μένα. Ήταν μια περιήγηση σε ένα απέραντο νεκροταφείο δίχως τάφους, σε ένα νεκροτομείο με ονομαστικά είδωλα νεκρών. Έπρεπε να αντιπαραβάλω ολόκληρες πολυμελείς οικογένειες, όνομα προς όνομα, παππούδες, γιαγιάδες, βρέφη και παιδιά. Δεκάδες – εκατοντάδες άνθρωποι εντελώς λησμονημένοι.  Άνθρωποι που έμεναν σε σπίτια όπως εμείς, που είχαν ένα τραπέζι όπως εμείς, ένα κρεβάτι όπως εμείς, ένα παιχνίδι τα παιδιά, όπως τα δικά μας. Άνθρωποι που είχαν μια ζωή ή παιδιά που δεν κατόρθωσαν να τη ζήσουν για πολύ, επειδή ένας ρυπαρός νους αποφάσισε σε ανύποπτο χρόνο να τους σηκώσει με τη βία από τις ζωές τους, ώστε λίγες μέρες μετά να μετατραπούν σε στάχτη.

         Σε αυτό το οδυνηρό ταξίδι της τεκμηρίωσης έψαξα, με αφορμή την αποψινή εκδήλωση, να βρω στη βάση δεδομένων τον “ψηφιακό τάφο” του David Tiano. Δεν τον βρήκα. Ελπίζω να συμπεριλαμβάνεται στο μνημειώδες έργο του Χάιντς Κούνιο.

         Για να θυμόμαστε και να μην εφησυχάζουμε. Οι φόβοι που στοιχειώνουν την εύθραυστη Ευρώπη, που στοιχειώνουν εμάς και τις κοινωνίες μας, είναι παρόντες.       

           Ή αλλιώς, όπως προφητικά είχε πει ο Leon Blum στη διαθήκη του: «Μια μικρή μετατόπιση των συνθηκών αρκεί για να ξυπνήσει το θηρίο στον άνθρωπο, σε κάθε άνθρωπο».-  




˟  Διάλεξη του Γιώργου Λιόλιου στα πλαίσια της ετήσιας ημέρας μνήμης του Δαυίδ Τιάνο, που πραγματοποιήθηκε στο Γενικό Προξενείο των Η.Π.Α. στη Θεσσαλονίκη στις 14.02.2011.
[1] Ο Δαυίδ Τιάνο ήταν υπάλληλος του Αμερικανικού Γενικού Προξενείου από το 1920. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη και εκτελέστηκε από τις ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις στις 7 Φεβρουαρίου 1942.